Letter from Paris

20 Μαρτίου 2019
Τάσος Μητσελής
Ο Πάνος Δεληγιάννης παραχωρεί το editor`s note στον Τάσο Μητσελή για να μεταφέρει μια πρώτη αίσθηση από το πρόσφατο ταξίδι του στο Παρίσι.
«Περιέργως η ελευθερία του Παρισιού σχετίζεται με την πεποίθηση ότι τίποτα δεν αλλάζει ποτέ» έγραψε κάποτε η Margherite Duras. Ο Hemingway που το έζησε για πολλά χρόνια με ένα ολιστικό τρόπο το χαρακτήρισε ως μια κινητή γιορτή, ενώ ο φλεγματικός συγγραφέας Tomas Gold Appleton συνήθιζε να λέει ότι «οι καλοί Αμερικανοί όταν πεθαίνουν, πηγαίνουν στο Παρίσι». Μου είναι εξαιρετικά δύσκολο να συμπύκνωσω σε ένα μικρό σημείωμα όσα έζησα και είδα και δοκίμασα αυτές τις πέντε μέρες στο Παρίσι, οι οποίες φυσικά δεν μου έφτασαν ούτε για ζήτω. Το κοντέρ κατέγραψε ογδονταεφτά χιλιόμετρα πεζοπορίας, έντεκα εστιατόρια, πέντε ζαχαροπλαστεία, αρκετά καφέ, τρία μπαρ και έξι εκθέσεις σε μουσεία με έργα τέχνης. Εκεί είδα για πρώτη φορά στη ζωή μου οι επισκέπτες να βγάζουν selfie με την αυτοπροσωπογραφία του Van Gogh, να φωτογραφίζουν κατά ρυπάς τα συνταρακτικής ομορφιάς νούφαρα του Monet, ο οποίος τα ζωγράφιζε για τριάντα χρόνια, αφού πρώτα τα είχε καλλιεργήσει και να ποζάρουν για αναμνηστικές μπροστά από πίνακες του Paul Cezanne και του Modigliani. Μια γυναίκα, μάλιστα, κάθισε να ξαποστάσει πάνω σε ένα έργο από ξύλο, μια και της φάνηκε μάλλον για μεγάλο φουτουριστικό παγκάκι. Εντάξει, δεν είναι και έγκλημα. Οι περισσότεροι γελάσαμε, αν και δεν θα έπρεπε. Παρολαυτά αξίζει και με το παραπάνω να διαθέσετε χρόνο στα μουσεία της πόλης. Βάλτε στην αντζέντα σας το Louis Vuitton Foundation, στο δάσος της Βουλώνης, μόνο και μόνο για να δείτε αυτό το εκπληκτικό κτίριο που σχεδίασε ο Frank Gehry ή ακόμα και το μουσείο που κάποτε ήταν το ατελιέ του Yves Saint Laurent. Δεν χρειάζεται να ασχολείται κάποιος με τη μόδα για το ζήσει αυτό.

Καλό και άγιο το Λονδίνο, η Ρώμη, η Φλωρεντία, το Βερολίνο και το Σαν Σεμπαστιάν, αλλά όπως τρως στο Παρίσι, δεν τρως πουθενά αλλού. Τελεία και παύλα. Κυλάει στο αίμα τους η νοστιμιά. Αγαπούν και σέβονται τα υλικά, τιμούν την εποχικότητά τους. Έχουν μεγάλο πάθος με τη γαστρονομία. Όπως σε κάθε πόλη υπάρχουν και εδώ αρκετές τουριστικές παγίδες αλλά αν ψαχτεί κάποιος λίγο προσεχτικά, θα βρει ένα καλοβαλμένο εστιατόριο με φοβερά νόστιμο φαγητό, χωρίς να χρειάζεται να διαθέσει το μισό νοίκι του για τρία πιάτα, όπως στα grand restaurants της γαλλικής πρωτεύουσας. Μια τέτοια περίπτωση είναι το Brutos του Lucas Baur με τις βραζιλιάνικες ρίζες, στο οποίο αν και πήγα επί τούτου για την νορμανδική cote de boeuf του που έχει κάνει όλο το Παρίσι να παραμιλάει, δοκίμασα μεταξύ άλλων ένα σπουδαίο κοτόπουλο με εκπληκτικό ψήσιμο και μια λεμονάτη πυκνοκεντημένη σάλτσα, από εκείνες που δεν θέλεις να αφήσεις ούτε ένα ίχνος τους στο πιάτο. Στον αντίποδα, απογοητεύτηκα από το κρέας στο κατά τα άλλα πολύ γουστόζικο Robert et Louise, στο Marais. Για καλή μας τύχη το ζαχαροπλαστείο του Yann Couvreur ήταν σε απόσταση αναπνοής από εκεί και μας αποζημίωσε. Δοκιμάστε την τάρτα σοκολάτας και το «συννεφένιο» τσουρέκι του και μου λέτε. Μια ιδιαιτέρως ευχάριστη έκπληξη ήταν και το L` Avant Comptoir, που αν και το είχε πολυδιαφημίσει ο Antony Bourdain, το άκουσα πρώτη φορά από τον Σπύρο Λιάκο. Φανταστείτε ένα γαλλικό tapas bar με μια εντυπωσιακή λίστα κρασιών σε νορμάλ τιμές και ένα σωρό πεντανόστιμα μεζεδάκια, τα οποία είναι όλα τους φωτογραφημένα σε καρτελάκια και κρέμονται στο ταβάνι. Στη μπάρα υπάρχουν πιατέλες με ένα βουνό βούτυρο και ψωμί για όλους. 

Εξαιρετικά ντελικάτη βρήκα την Saint Honore Litchi του Cedric Grolet, στη patisserie του La Meurice. Πολύ νόστιμο ήταν και το Paris Brest Cacao, αν και το περίμενα λιγότερο «μπισκοτένιο» και γενικώς πιο κομψό από έναν ζαχαροπλάστη αυτού του διαμετρήματος, αλλά η Tarte Citron Noir, ένα εικονικό «λεμόνι» καλουπαρισμένο με σοκολάτα δηλαδή, σε μια βάση από συμπαθητική τάρτα αν και τεχνικά άψογο ήταν μια σκέτη απογοήτευση από γεύση, οπότε δεν είμαι βέβαιος αν αξίζει η αναμονή της μίας ώρας και βάλε στους πέντε βαθμούς και κάτω από τις σκαλωσιές, για αυτά τα επιδόρπια. Περισσότερο εκτίμησα την μεταξένια Mont Blanc και τη Choc Africain στο περίφημο Angelina. Θα μπορούσα επίσης να νοικιάσω ένα σπίτι απέναντι από το Du Pain et Des Idees γιανα τρώω κάθε μέρα ένα escargot και μετά να πηγαίνω για σάντουιτς στο Frenchie to Go. Αν σας βγάλει, τώρα, ο δρόμος στη Μονμάρτη ο Gilles Marchall φτιάχνει ένα μυθικό κρουασάν αμυγδάλου και χρειάζεται να επιστρατεύσετε όλη την εγκράτειά σας για να μη χτυπήσετε αμέσως κι ένα δεύτερο.

Στο φημισμένο και ατμοσφαιρικό Le Chateaubriand του Inaki Aizpitarte, ο οποίος είναι ένας από τους χαρακτηριστικότερους εκπροσώπους του bistronomy στο Παρίσι, μου έπεσε το σαγόνι με ένα σορμπέ μανταρινιού με ωμά φύλλα άγριας ρόκας, πατέ ελιάς και ξηρούς καρπούς, ενώ για όποιον θέλει να πάρει μια γεύση από την επέλαση των Ιαπώνων σεφ στο Παρίσι και την upper class μίξη της κουζίνας τους με τη γαλλική γαστρονομία, μια πολύ καλή διεύθυνση είναι το Pages του Ryuji Teshima, στη σκιά της Αψίδας του Θριάμβου. Έχουν κάνει master class στο ψήσιμο κορυφαίων κομματιών κρέατος, ψαριού και θαλασσινών, ενώ αν κρίνω από τον αριστουργηματικό pain perdu με ταρτάρ βοδινού, νομίζω ότι είναι καθ’οδόν για δεύτερο αστέρι Michelin. Σοφιστικέ, ευρυματικό και πολύ προσεγμένο μου φάνηκε το μενού του David Toutain, ο οποίος μάλιστα διανύει και την πρώτη του χρόνια με δύο αστέρια από τον κόκκινο οδηγό. Δοκίμασα μια μοναδικής τεχνικής παρασκευή με τραγανό στρείδι κι ένα αριστουργηματικό πιάτο με χτένια και σέλερι. Αυτά ήταν όμως και τα δυο μοναδικά στιγμιότυπα που μου έμειναν από εστιατόριο. Χαραγμένη για πάντα στη γευστική μου μνήμη θα μείνει η από άλλο πλανήτη τάρτα σοκολάτας, που έκλεισε ένα σπουδαίο γεύμα στο διάστερο Le Clarence με σεφ τον Christophe Pele και την οποία θα βαθμολογούσα με ένα πολύ βέβαιο 9.5/10. Στο ίδιο επίπεδο βρήκα και το μπαρμπούνι με αγγινάρες του Julien Dumas στο εμβληματικό εστιατόριο Lucas Carton, ενώ στο La Poule au Pot ο Jean Francois Piege αποδεικνύει την τεράστια μαγειρική του αξία, αποθεώνοντας την γαλλική κουζίνα με πληθωρικά πιάτα εκρηκτικής νοστιμιάς, όπως η feuillete με γλυκάδια και μορχέλες. Τα πάντα σερβίρονται σε ασημένια σκεύη αλλά παρά την μεγαλοπρέπεια, το φαγητό και το σέρβις σε κάνουν να αισθάνεσαι μια ζεστασιά που σπάνια τη συναντάς έστω και σε πολυτελή μπιστρό, όπως το συγκεκριμένο. 

Και αφού καταχράστηκα που καταχράστηκα την έκταση του editor’s note που μου παραχώρησε ο διευθυντής μου, αν βρεθείτε στο Παρίσι να πάτε έστω για καφέ και ένα γλυκό στο ξενοδοχείο Ritz. Θα σας πρότεινα το απογευματινό τσάι με τα συγκλονιστικά γλυκά του Francois Perret, το οποίο σερβίρουν στο Salon Proust. Κοστίζει €68 το άτομο και είναι μια απερίγραπτη εμπειρία. Θα προσπαθήσω να επανέλθω με κάτι αναλυτικότερο για το Ritz, γιατί ορισμένα πράγματα, πρέπει να ησυχάζουν λίγο μέσα σου προτού τα βγάλεις στο φως και μέχρι να πιστέψεις δηλαδή ότι τα έζησες.