Oinoscent: Με νέο σεφ που ανεβάζει για πρώτη φορά τις επιδόσεις της κουζίνας

27 Οκτωβρίου 2021
Τάσος Μητσελής
Oinoscent Γιάννης Τσικουδάκης Άρης Σκλαβενίτης Δάνης Αγαπητός wine bistro Σύνταγμα κριτική εστιατόριο
Ο Γιάννης Τσικουδάκης υπογράφει το πρώτο του μενού σε ένα από τα πιο σημαντικά wine bistro της Αθήνας και κερδίζει εξαρχής τις εντυπώσεις, τροχοδρομώντας το σε μια πολύ ενδιαφέρουσα πορεία.
6.5
Ατμόσφαιρα:
Εξυπηρέτηση:
Κάβα:
3.5 / 5.0
4.0 / 5.0
4.5 / 5.0
Τύπος:
Ποιότητα:
Κουζίνα:
Bar-restaurant
Μοντέρνα
Διεθνής

Πάνε τρία χρόνια και κάτι από τότε που το Oinoscent επεκτάθηκε στο διπλανό χώρο, δημιουργώντας ένα μικρό bistro που θα λειτουργούσε υποστηρικτικά στην κάβα-θησαυρό του δημοφιλούς wine bar. Ήταν σίγουρα μια σοφή κίνηση του Δάνη Αγαπητού και του Άρη Σκλαβενίτη, οι οποίοι αφουγκράστηκαν τις ανάγκες της αγοράς και κυρίως των πελατών τους για κάτι παραπάνω από ένα ποιοτικό τσιμπολόγημα μαζί με το κρασί τους.


Η αχίλλειος πτέρνα σε αυτή τη κατά τα άλλα πολύ επιτυχημένη κατηγορία των wine bistro ήταν και εν πολλοίς παραμένει η κουζίνα τους. Δίνεται δηλαδή εξαρχής μεγάλη έμφαση στο οινικό κομμάτι, με αποτέλεσμα οι γεύσεις συνηθώς να υστερούν, ενώ θα έπρεπε να μοιάζει αυτονόητο για έναν σεφ να υφαίνει το μενού ενός τέτοιου εστιατορίου με γνώμονα πρωτίστως το κρασί. Μια τέτοια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα περίπτωση είναι ο Γιάννης Τσικουδάκης, ο οποίος εδώ περίπου και ένα μήνα ανέλαβε χρέη head chef στο Oinoscent και φαίνεται ότι επιχειρεί ακριβώς αυτό: να ανεβάσει τη ποιοτική στάθμη του φαγητού, στρέφοντας το wine bar προς το…μπιστρονομικότερο σε ένα σενάριο που θα πρωταγωνιστεί μεν το κρασί, αλλά και τα πιάτα θα ξεφεύγουν από τη πεπατημένη χωρίς να χάνουν όμως τη ζεστασιά του casual. Οπότε, ναι, αν κρίνω από όσα δοκίμασα εκείνο το βράδυ στο - κατάμεστο - Oinoscent, κατά πάσα πιθανότητα θα το τοποθετούσα στις παρυφές της εξωτικής μπιστρονομίας. Σε αυτό βοηθάει η πενταετής θητεία του δίπλα σε έναν από τους κορυφαίους  Έλληνες σεφ, τον Αλέξανδρο Χαραλαμπόπουλο, αλλά και το ότι ο ίδιος είναι hard core οινόφιλος. 

Είναι ακόμη κάπως νωρίς για ασφαλή συμπεράσματα, πιστεύω όμως ότι και ταλέντο υπάρχει και δυναμική και αρκετή όρεξη για να εξελιχθεί αυτό το νέο concept, όποτε είδωμεν. Παραμένω συγκρατημένα αισιόδοξος, αλλά τουλάχιστον μπορώ να πω με σιγουριά το εξής: ποτέ άλλοτε αυτό το υπέροχο μαγαζί με τις 1000 ετικέτες κρασιών και μια ομάδα από σομελιέ-αστέρια που πετάνε όπως ο Γιώργος Μιχελής και ο Ηλίας Μπέφας, δεν είχε τόσο καλή κουζίνα. Τώρα όμως έχει. Κι αυτό είναι ένα μεγάλο βήμα. 

Το crudo από λαυράκι έδεσε πολύ όμορφα με την αποξηραμένη σταφίδα Ζακύνθου, το σταφύλι, το στραγγιστό γιαούρτι, τις εξαιρετικές και ήπιων τόνων πίκλες κρεμμυδιού, ενώ το leche de tigre αγουρίδας βάζει τη τελική πινελιά εξωτισμού σε ένα πιάτο, που αν είχε περισσότερη υγρασία και ίσως ένα άλλο ψάρι θα ήταν αλάνθαστο. Και τώρα όμως έχει χάρη και νοστιμιά. Ωραία έκπληξη η φίνα ταραμοσαλάτα με νερό τομάτας και αυγοτάραχο. Μου την έβγαλε με ψωμί, ελαιόλαδο και κάτι αριστουργηματικές αλατσοελιές, που τρώγονται σαν pop corn. Η ροζ cacio e peppe του - τη λέει έτσι λόγω του χρώματος που παίρνει από το πιπέρι Τασμανίας - έχει όλο εκείνο το γευστικό βάθος και την αρτιότητα που συνήθως συναντάς σε ζυμαρικά από δυνατό «χέρι» Ιταλού. Η δε πλάκα είναι πως ως ιδέα του προέκυψε τυχαία, σε ένα από τα μαγειρέματα της καραντίνας, όταν αντί για κανονικό πιπέρι το οποίο είχε τελειώσει, έβαλε το συγκεκριμένο κι ιδού τα αποτελέσματα. Αυτό είναι ένα signature dish, από εκείνα που χαρακτηρίζουν τη νέα εποχή και πρέπει πάντα να υπάρχουν στο μενού. Έπειτα και η σαλάτα με το μπρόκολο έχει πολλά να πει: το σχαρώνουνε στεγνό και στη συνέχεια το αρωματίζουν με ξύσμα από lime, αφράλατο και ελαιόλαδο. Η ώθηση που του δίνει η πούδρα από πιπεριές jalapeño είναι φανταστική, ενώ η σάλτσα φυστικοβούτυρου που θυμίζει satay sauce με τον χυμό από το «καμένο» lime δίνουν στο σύνολο μια θαυμάσια μπουκιά. Οι φίλοι της σοκολάτας θα εκτιμήσετε το brownie χαρουπιού με το παγωτό καραμέλας, στο οποίο όμως πρέπει να ενισχυθεί η σάλτσα του καφέ για να γίνει πιο ισορροπημένο και πολύπλοκο. 

Η Κλίμακα της Βαθμολογίας