Μύκονος, στις πρώτες σελίδες πάντα

05 Απριλίου 2023
Εύη Φέτση
Μύκονος Nammos
Με το νησί των Ανέμων να βρίσκεται για μια ακόμα φορά στις πρώτες σελίδες και στην πρώτη γραμμή της επικαιρότητας, αποφάσισα να μεταφέρω τις σκέψεις μου στις διαδικτυακές σελίδες του FNL, πάντα με αγάπη, και με μια αναπόφευκτη νοσταλγία

Να ξεκινήσω εκφράζοντας έναν φόβο. Γράφω αυτό το κομμάτι έχοντας στο μυαλό μου τον αγαπημένο φίλο των γονιών μου Ζάχο Χατζηφωτίου και την μόνιμη – αν και γλυκιά- γκρίνια του για την εξέλιξη της Μυκόνου και για το πόσο καλύτερα ήταν όλα όταν εκείνοι ήταν νέοι, και την οποία περνώντας ονειρικά στις δεκαετίες του 80, του 90 αλλά και του 2000 στο νησί θεωρούσα αστεία και γραφική, άρα δεν θέλω καθόλου να ακολουθήσω τα βήματα του.

Αντιλαμβάνομαι βλέπετε πλήρως πως τα ανέμελα χρόνια της νιότης μας βάφουν με ρόδινα χρώματα τις αναμνήσεις μας, και έχω σκεφτεί πολλές φορές τελευταία πως ακόμα κι αν η Μύκονος δεν είχε αλλάξει καθόλου, ακόμα κι αν όλα είχαν παραμείνει ακριβώς όπως τα θυμάμαι και τα έχω ζήσει, αμφιβάλω αν εγώ θα έκανα σ’ αυτή την φάση της ζωής μου τα ίδια πράγματα, αν θα διασκέδαζα με τον ίδιο τρόπο, και με τους ίδιους ανθρώπους, άρα αν εκείνα που τώρα με κάνουν να χαμογελώ νοσταλγικά, θα μου άρεσαν το ίδιο πολύ.  Αντίθετα, νομίζω πως θα ήθελα άλλα πράγματα πια, πιο χαλαρά και πιο ήρεμα, αφήστε που είμαι σίγουρη πως οι επισκέπτες του νησιού σήμερα, ειδικά οι νεότεροι περνούν το ίδιο καλά με εμάς κάποτε, έστω και υπό διαφορετικές συνθήκες.

Οπότε το θέμα δεν είναι η εξέλιξη – που είναι αναπόφευκτη και μέρος της ροής της ζωής και των πραγμάτων- αλλά η κατάληξη, και ακόμα πιο πριν, η κατεύθυνση της.


Πάμε λοιπόν να πάρουμε τα πράγματα από την αρχή, με όση περισσότερη αντικειμενικότητα γίνεται, και πάντα με αγάπη, μια που όπως και να ΄χει, για μένα προσωπικά η Μύκονος θα είναι πάντα ένας τόπος αγαπημένος και φορτωμένος με δεκάδες υπέροχες αναμνήσεις, και ένα νησί που έχει καθορίσει σε μεγάλο βαθμό όχι μόνο την επαγγελματική αλλά και την προσωπική μου ζωή.

Έχοντας την τύχη να ζήσω την Μύκονο από τα τέλη του 60 μέχρι και τα τέλη του 2000, έχω δει το νησί να αλλάζει έτσι κι αλλιώς, πολλές φορές. Από το ασπρονήσι στο οποίο το πλοίο έπιανε αρόδο και μας κατέβαζε με τις λάντζες στο λιμάνι, και από τις εποχές που κάθε τόσο ξεμέναμε από νερό και πλενόμασταν με εμφιαλωμένα, από τα μπάνια στην παραλία μπροστά στο χωριό, και από τις αποβάσεις στον Ορνό με βαρκάκι του κάποτε, μέχρι τα εκατοντάδες βανάκια, τα εμπορικά κέντρα, τις οχυρωμένες παραλίες και την άναρχη δόμηση του σήμερα, υπάρχει ένα άλμα στον χώρο και τον χρόνο που τελικά έγινε μάλλον άτσαλα, και που άλλαξε και την ουσία του νησιού, πέρα από την εμφάνιση του.


Βλέπετε, πέρα από τα δεδομένα -τις παραλίες με την σιμιγδαλένια άμμο και τα τυρκουάζ νερά, την πανέμορφη Χώρα, τους μύλους, τα ηλιοβασιλέματα, την Δήλο σε απόσταση αναπνοής να στέλνει την μοναδική ενέργεια της και τους αέρηδες να σου παίρνουν τα μυαλά- η ομορφιά της Μυκόνου ήταν πάντα στον multi-culti χαρακτήρα της, στην πολυσυλλεκτικότητα της, και κυρίως στην ωραία ισορροπία ανάμεσα στην πολυτέλεια και στο hippy style, ανάμεσα στην grand διασκέδαση και το χύμα στο κύμα, ανάμεσα στους πλούσιους και διάσημους και τους «κανονικούς» ανθρώπους που συνυπήρχαν αρμονικά στα σοκάκια και τις παραλίες. Που και εκείνες, ήταν για όλα τα γούστα. Και με ξαπλώστρες ξύλινες, και με ξαπλώστρες πλαστικές και χωρίς ξαπλώστρες καθόλου, και με είσοδο, και ελεύθερες, και με σέρβις και χωρίς. Και βέβαια στους ντόπιους που είχαν πάντα μέσα στο DNA τους την προσαρμοστικότητα σε κάθε αντίξοη συνθήκη, σε όλους εκείνους τους ξεχωριστούς ανθρώπους από όλον τον κόσμο που την λάτρεψαν και την έκαναν σπίτι τους, στα μοναδικά της προϊόντα, και στο πιο υπέροχο φως που την λούζει και την κάνει να λάμπει σαν αληθινή σταρ.

Από όλα αυτά, τι έχει μείνει σήμερα; Το φως είναι πάντα το ίδιο λαμπερό, ο αέρας εξακολουθεί να φυσάει και να μας μεθάει, και το τοπίο παραμένει όμορφο αλλά με τόσες παρεμβάσεις θυμίζει ολοένα και περισσότερο εκείνες τις γυναίκες που πλαστικοποιήθηκαν στην προσπάθεια τους να τελειοποιηθούν, οι ελεύθερες παραλίες παραδίδονται μια μια στην επιδρομή της ξαπλώστρας, οι ντόπιοι εξακολουθούν να παραμένουν προσαρμοστικοί αλλά σε λάθος πράγματα, και η ωραία ισορροπία μεταξύ διαφορετικών ανθρώπων έχει χαθεί τελείως όχι μόνο γιατί οι Έλληνες αποτελούν πια είδος προς εξαφάνιση στο νησί, αλλά και γιατί η τωρινή πελατεία είναι ενός συγκεκριμένου είδους, εκείνου που έχει πολλά λεφτά για χάλασμα αλλά τίποτε παραπάνω, με ότι αυτό συνεπάγεται και αισθητικώς, και κοινωνικώς.


Που χάθηκε η μπάλα; Κάπου γύρω στα μέσα του 2010 θα σας πω εγώ, όταν στον βωμό της «υψηλής υπηρεσίας» και του ακολουθούντος υψηλού κέρδους μπήκαν στην πάντα η αισθητική και η λογική. Βοήθησε και η κρίση προφανώς, μια που όταν έσκασε η  φούσκα που υπήρξε αναπόσπαστο κομμάτι της Μυκονιάτικης ελληνικής ελίτ ήρθαν τα πάνω κάτω, οπότε ήταν λογικό και επόμενο οι επιχειρηματίες να στρέψουν το κυρίως ενδιαφέρον τους προς τους ξένους.

Μέχρι εκεί καλά, προσωπικά θα σας πω ότι η Μύκονος έχει ξεπεράσει πολλές στραβές μέσα στην ιστορία της με την έξαρση του AIDS την δεκαετία του 80 να είναι η πιο χαρακτηριστική, και πάντα κάπως τα κατάφερνε και ξανασηκωνόταν, ισορροπούσε και συνέχιζε ακάθεκτη. Αυτή την φορά όμως, το pattern δεν δείχνει να μπορεί να συνεχιστεί. Γιατί; Γιατί λείπει πια ο πυρήνας εκείνος που λάτρευε το νησί, οι άνθρωποι που λέγαμε πως το επέλεξαν για σπίτι και τόπο τους και οι οποίοι παρέμεναν για πολλά χρόνια η «πλάτη» που στήριζε την Μύκονο σε διεθνές επίπεδο. Αυτοί οι άνθρωποι που την τελευταία δεκαεπενταετία πούλησαν τα σπίτια τους και έφυγαν γιατί δεν μπορούσαν να πια να συμβιώσουν αρμονικά με την νέα εποχή και τους εκπροσώπους της.


Κάνοντας μερικά βήματα πίσω, τότε που ο Ζαννής Φραντζέσκος πήρε την ταβέρνα του Αγγελετάκη στην Ψαρρού και την έκανε Nammos, δημιουργώντας αυτό που ο ίδιος φαντάστηκε σαν την «επόμενη μέρα» του νησιού, υπήρξε μια εποχή που η Μύκονος είχε αντιληφθεί πρώτη τι χρειάζονταν οι καλοί πελάτες, Έλληνες και ξένοι. Εκείνη την ωραία ισορροπία ανάμεσα στην φυσική ομορφιά και το υψηλό service, στην πολυτέλεια και την απλότητα, στο παλιό και το καινούριο, όπου όλα έδεναν μεταξύ τους οργανικά και χωρίς να κλωτσάνε, και που δημιουργούσαν ένα προϊόν διεθνών προδιαγραφών αλλά Ελληνικής ουσίας, που απευθυνόταν σε ανθρώπους που μπορούσαν να εκτιμήσουν το υψηλό επίπεδο υπηρεσιών, και φυσικά να το πληρώσουν.

Αν τότε είχε υπάρξει ένα σχέδιο, αν οι ιθύνοντες είχαν μπει στην διαδικασία να βάλουν κανόνες και όρια τα οποία θα βοηθούσαν την ανάπτυξη προς αυτή την κατεύθυνση αλλά ταυτόχρονα θα προφύλασσαν τον χαρακτήρα του νησιού, σήμερα θα μιλούσαμε για έναν διεθνή προορισμό άλλου επιπέδου. Όμως αυτό – το να ορίσει τις παραμέτρους της ανάπτυξης και να φροντίσει να τηρηθούν-είναι δουλειά του κράτους και όχι των επιχειρηματιών. Και το κράτος απουσίασε από την Μύκονο όταν χρειάστηκε, και παραμένει απόν μέχρι σήμερα. Δυστυχώς.


Γιατί θα ήταν άδικο, και παράλογο, να θέλουμε η Μύκονος να παραμείνει όπως ήταν κάποτε, χωρίς υποδομές, χωρίς ωραία ξενοδοχεία, χωρίς ανάπτυξη. Όσο γραφικό κι αν ακούγεται, πιστέψτε με δεν έχει καμιά χαρά να επιστρέφεις σπίτι σου και να μην ξέρεις αν θα έχεις νερό να κάνεις μπάνιο, να μυρίζουν οι αποχετεύσεις στο Ματογιάννι, ή να σπας το αυτοκίνητο σου για να κατέβεις από έναν κατσικόδρομο σε μια παραλία όσο ωραία και να είναι.


Από την άλλη όμως, το να θέλεις μια ώρα για να πας από το λιμάνι στον Ορνό επειδή όλος ο περιφερειακός είναι γεμάτος με βαν που σταματάνε όπου γουστάρουν για να επιβιβάσουν/αποβιβάσουν κόσμο, να μη υπάρχει παραλία χωρίς ομπρέλες όπου αν θέλει κάποιος να μπορεί να απλώσει την πετσέτα του και να κολυμπήσει, η να εξαφανίζονται ολόκληρες πλαγιές φόρα παρτίδα στο λιμάνι για να χτιστούν βίλες και εστιατόρια πεντάστερων ξενοδοχείων, δεν έχει απολύτως καμία λογική.

Και δεν συζητάω όπως βλέπετε για τις τιμές γιατί το θέμα δεν είναι αν εμείς μπορούμε να ανταπεξέλθουμε οικονομικά στις απαιτήσεις του νησιού. Οι υψηλές υπηρεσίες κοστολογούνται ακριβά και απευθύνονται σε ένα ειδικό κοινό ανά τον κόσμο που προφανώς δεν είμαστε εμείς, όμως αυτό είναι άσχετο με την συζήτηση. Σε όλον τον κόσμο υπάρχουν θέρετρα που δεν απευθύνονται στους ντόπιους, ας είναι και η Μύκονος ένα από αυτά. Δόξα τον Θεό ζούμε σε μια χώρα γεμάτη με υπέροχα νησιά, όλο και κάπου θα βρει ο καθένας μας την άκρη του.


Το θέμα είναι που απευθύνεται όμως τελικά το νησί; Σε ποιο κοινό; Γιατί δυστυχώς, όπως δείχνουν όλα, το target group πια είναι μια κατηγορία ανθρώπων (και μαζί το entourage τους και οι wannabe που θέλουν να τους μοιάσουν) που μπορεί να έχουν πολλά χρήματα, και την διάθεση να τα χαλάνε στην Μυκονιάτικη αγορά, κατά τα άλλα όμως πέραν του budget τους το μόνο «υψηλό» που τους χαρακτηρίζει είναι το τουπέ τους. Κάτι σαν την οικογένεια Kardashian, που κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει τα χρήματα ή την επιτυχία της, όμως αν δεις πίσω από τα φλας και τα ακριβά logos θα διακρίνεις εύκολα την υφέρπουσα δευτεράντζα.

Οπότε ας μην απορούμε που ανάλογου επιπέδου, και ήθους και ύφους, είναι και μεγάλο ποσοστό των επιχειρηματιών που δραστηριοποιούνται πια στο νησί εξ ου και τα μπραβιλίκια, και οι ξυλοδαρμοί, και οι εκβιασμοί, και όλα τα υπόλοιπα που βλέπουν ολοένα και συχνότερα το φως της δημοσιότητας. Δεν υποστηρίζω προφανώς πως η Μύκονος στο παρελθόν υπήρξε παρθεναγωγείο, ούτε πως τα πάντα κυλούσαν υπό συνθήκες απόλυτης νομιμότητας και διαφάνειας. Όμως τέτοια ασυδοσία δεν υπήρχε.  Και προφανώς υπάρχουν πάντα και οι υπόλοιποι, επιχειρηματίες, παράγοντες και κάτοικοι που δεν είναι ευχαριστημένοι από την κατάσταση και που κινούνται και επιχειρούν σοβαρά και συντεταγμένα, όμως δυστυχώς, είναι ίδιον των προαναφερθέντων μπουλουκιών να παίρνουν παραμάζωμα τους πάντες στο διάβα τους. Και με την επίσημη πολιτεία να τυρβάζει αλλού, τι να σου κάνουν και εκείνοι που διαφωνούν; Να βγάλουν τα κάστανα από την φωτιά μόνοι τους;


Που καταλήγουμε λοιπόν; Πως την δόξα πολλοί εμίσησαν αλλά το χρήμα ουδείς, και στον βωμό αυτού του χρήματος, που στον συγκεκριμένο τόπο ρέει άφθονο, ένα νησί που θα μπορούσε να είναι παράδειγμα προς μίμηση κατέληξε να είναι παράδειγμα προς αποφυγή. Μπορεί να γίνει κάτι τώρα; Ειλικρινά, πολύ αμφιβάλω. Όχι μόνο γιατί δεν πιστεύω πως έτσι όπως είναι τα πράγματα στην Μύκονο σήμερα πολλά μπορούν να αλλάξουν προς το καλύτερο, ούτε γιατί δεν είμαι καθόλου σίγουρη αν οι προεκλογικές κορώνες θα γίνουν πράξη στο επόμενο διάστημα, αλλά κυρίως γιατί το ξενέρωμα στο οποίο έχουν περιέλθει με τα χρόνια όλοι όσοι αποτελούσαν την ψυχή του νησιού, είναι νομίζω το πιο δύσκολο να ξεπεραστεί.

Και χωρίς  εκείνους, χωρίς εμάς, (και βάζω και τον εαυτό μου μέσα σαν κάποια που έβαλε κι εκείνη το μικρό της λιθαράκι στις καλύτερες εποχές μέσα από τα ατελείωτα κομμάτια που έχω γράψει για το νησί για κάποια από τα μεγαλύτερα Ελληνικά αλλά και διεθνή περιοδικά, και μέσα από τα σαράντα σχεδόν χρόνια που το είχα για δεύτερο σπίτι μου), το νησί δεν ξαναγίνεται «νησάκι». Όπου στο υποκοριστικό ανάγονται όλα εκείνα τα ξεχωριστά που έκαναν την διαφορά. Η ουσία, η αλήθεια, η άποψη, η αισθητική, το αυθόρμητο κέφι, η χαρά, η αγάπη για την διαφορετικότητα, η ανιδιοτέλεια, ο κοσμοπολιτισμός, η τέχνη, και η παρέα. Κρίμα που κανείς μας δεν μένει πια εκεί…


* Η ασπρόμαυρη φωτογραφία της χώρας είναι του Robert McCabe, η φωτογραφίες από τα 80`s είναι του Hugo Banziger και του περιοδικού Mykonos Confidential, οι φωτογραφίες των παρτυ είναι από το Πρώτο Θέμα, και η φωτογραφία με το τρίκλυκλο από την Vogue.