Μέσα σε ένα στενό, ήσυχο δρομάκι, ακριβώς πριν την κεντρική νοητή πύλη που οδηγεί στα φασαριόζικα Λαδάδικα, η γαστροταβέρνα Μεζέν της Θεσσαλονίκης εδώ και 5 χρόνια αποτελεί την terra του αποστάγματος και της γευστικής έντασης στην περιοχή.
Κουζίνα με ανοιχτό πάσο και σκαμπό, τραπέζια μέσα-έξω, αλλά και στο πατάρι, όπου ήταν αρκετά δροσερά για να απολαύσω την καυτή και υγρή καλοκαιρινή νύχτα στη Θεσσαλονίκη. Στη λίστα βρήκα περισσότερα από 100 αποστάγματα με ή χωρίς (γλυκάνισο), ούζα, αλλά και κρασιά φυσικής οινοποίησης και μερικές ετικέτες από new age ρετσίνες.
Η βάση του μενού είναι οι απλοί μεζέδες, όπως κοπανιστή, ταραμάς, σκουμπρί ξιδάτο και τα ψάρια ξηρής ωρίμασης με γευστικές εντάσεις στον Θεό, ως οφείλουν, ενώ υπάρχει και το κομμάτι του α λά καρτ με πιο δημιουργικά πιάτα, η πλειοψηφία των οποίων έχει στόχο να δημιουργήσει οπτικές ψευδαισθήσεις. Το μενού δεν είναι τυποποιημένο ως προς τις συνταγές. Κάτι που σημαίνει ότι ο σεφ Νίκος Αγγελής δεν ακολουθεί το συνταγολόγιο του πατρικού Μεζέν στον Βόλο και του Γρηγόρη Χέλμη, αλλά δημιουργεί σχεδόν καθημερινά και δικά του πιάτα, βασισμένα όμως πάντα στην ίδια φιλοσοφία.
Οι μεζέδες είναι για τη μέση, ωστόσο, στο τραπέζι δεν υπήρχαν καν ατομικά καθαρά πιάτα. Αντ’ αυτών, υπήρχαν κομμάτια λαδόκολλας για να ακουμπάς ό,τι είναι στερεό και να πέφτει ό,τι στάζει. Επίσης, δεν υπήρχαν χαρτοπετσέτες στο τραπέζι. Οπότε, λίγο που με χτύπησε και το τσίπουρο και το πασάλειμμα ήταν μέχρι τελικής πτώσης.
Ωστόσο, όσο και αν έκανα κεφάλι, οι γεύσεις ήταν τόσο ευδιάκριτες, που δεν υπήρχε περίπτωση να βάλω κάτι στο στόμα ακόμα και με κλειστά μάτια και να μην καταλάβω τι είναι και παράλληλα να το απολαύσω. Τηγανητές πατάτες δεν υπάρχουν. Τη θέση τους έχουν τραγανές μελιτζάνες και κολοκυθάκια, κομμένα σε σχήμα τηγανητής πατάτας. Ένα πιάτο που δεν διανοούμαι να μην παραγγείλω. Το τυρί σαγανάκι, το οποίο έχει καταντήσει μάστιγα να σερβίρεται σε διάφορα εστιατόρια και ταβέρνες σκληρό σαν σόλα, ακόμα και κάτω από τον καυτό ήλιο, εδώ είναι κρεμώδες. Φτιαγμένο από κασέρι Ξάνθης, με λίγες φέτες σουτζούκι, παναρισμένο με αλεύρι και τηγανισμένο άψογα, έχει τραγανή κρούστα και ακόμα και όταν κρυώσει, δεν στεγνώνει και δεν σκηνιάζει.
Από τους «απλούς» μεζέδες, μερικές φέτες από τόνο-απάκι, (ξηράς ωρίμανσης), οι οποίες είχαν την υφή του τόνου και τη χαρακτηριστική γεύση του κύμινου, αλλά και ένας ξιδάτος γαύρος, έφτιαξαν τη γευστική γέφυρα για να περάσω σε πιο σύνθετες γεύσεις, πάντα με τη βοήθεια λίγου τσίπουρου. Ακολούθησε κυνηγός σουβλάκι -σύμφωνα με το λεξικό της Θεσσαλονίκης, καλαμάκι σύμφωνα με το Αθηναϊκό- με φακές μαριναρισμένες με πορτοκάλι, κρεμμύδι κ.ά. Το ψάρι ψημένο στη σχάρα σε μεγάλα κομμάτια, ήταν τόσο τρυφερό, που έλιωνε στο στόμα. Οι φακές σωστά βρασμένες, με τη μαρινάδα τους να δίνει ένταση στη γεύση του ψαριού.
Και για να μην περάσω κατευθείαν στο κρέας, δοκίμασα ένα ποίημα surf and turf, το θράψαλο κοκορέτσι. Το κεφαλόποδο τρυφερό, τυλιγμένο με τραγανό αρνίσιο εντεράκι, με μπόλικο αλάτι και λίγο τζατζίκι στο πιάτο για να το σβήνει (χρειαζόταν). Από καθαρό κρέας δοκίμασα τα μοσχαρίσια σουτζουκάκια με πάπρικα. Τραγανά και τρυφερά συνάμα, με τα σωστά μπαχαρικά σε αναλογία και ποσότητα και την ελάχιστη ελαστικότητα στη υφή που θα πρέπει να τα χαρακτηρίζει. Η πάπρικα είναι από τις πιο κοινές αλοιφές της Θεσσαλονίκης που δεν τις βρίσκω εύκολα στην Αθήνα, γι’ αυτό και ζήτησα έξτρα ποσότητα, αν και στο πιάτο ήταν η σωστή. Να σημειώσω ότι η σαλονικιά πάπρικα δεν έχει καμία σχέση με πιπεριά Φλωρίνης και ότι πρόκειται για μία αλοιφή με βάση τον πελτέ ντομάτας και τη μουστάρδα.
Info: Ρογκότη 3, ανοιχτά 12:00 μμ. – 11 π.μ., τιμές: 25-35 το άτομο, τηλ.: 2310232749