Σχεδόν καμία εποχή δεν προσπερνάται τελείως, σε αντίθεση με τη γυναικεία μόδα που συνήθως επιλέγει μία συγκεκριμένη δεκαετία κάθε φορά, για να χτίσει τις τάσεις τις σεζόν. Όμως, μια τεράστια αλλαγή συντελείται τα τελευταία χρόνια, μια και η πληθώρα των τάσεων, συναγωνίζεται εκείνη των γυναικείων συλλογών
Από το τέλος του 19ου αιώνα και τις αναφορές στη Βικτωριανή εποχή με τα περίτεχνα ντυσίματα, τα ρολόγια τσέπης και το μπαστούνι, αξεσουάρ του ανδρικού στυλ εκείνης της περιόδου, περάσαμε στον 20ο αιώνα με τις ψιλόλιγνες φιγούρες. Το ανδρικό κοστούμι τριών κομματιών της μεσαίας τάξης που προέρχεται από την Αγγλία κυριάρχησε. Από το ανδρικό ντύσιμο χάθηκε η φαντασία, τα παντελόνια κόντυναν και απόκτησαν ρεβέρ και τσάκιση από την πρέσα σιδερώματος, που πρόσφατα είχε κάνει την εμφάνιση της. Ο 1ος Παγκόσμιος πόλεμος υπήρξε αιτία για να εισαχθούν αρκετά militaire στοιχεία στην καθημερινή ανδρική ένδυση τα οποία διατηρούνται μέχρι σήμερα. Για παράδειγμα οι καμπαρντίνες και τα αδιάβροχα τζάκετ. Παράλληλα, ο κόσμος άρχισε να κερδίζει περισσότερα χρήματα μια και το εμπόριο αναθάρρησε και οι δουλειές πήραν τα πάνω τους. Αυτή η οικονομική άνεση, επέτρεψε σε αρκετούς Αμερικανούς να ταξιδέψουν στην Ευρώπη, επιστρέφοντας μάλιστα με γεμάτες βαλίτσες ειδικά από την Αγγλία και τη Γαλλία. Η γηραιά Αλβιώνα όμως, είχε τη μεγαλύτερη επιρροή στο ανδρικό ντύσιμο, ειδικότερα στους φοιτητές των Αμερικανικών Πανεπιστημίων, που έκλεβαν ιδέες από εκείνους της Οξφόρδης. Μπορούμε επίσης να πούμε, ότι ο Πρίγκιπας της Ουαλίας, έγινε ο πρώτος διεθνής trendsetter με το άψογο και κομψό στυλ του, που εκθείαζε ο τύπος της εποχής.
Το οικονομικό κραχ στην Αμερική το 1929, η οικονομική ύφεση και ο 2ος Παγκόσμιος Πόλεμος λίγα χρόνια αργότερα, οδήγησε τη μεσαία τάξη, να κοιτάζει με θαυμασμό, αλλά χωρίς την άνεση να αποκτήσει, τα κομψά ρούχα των Αμερικανών σταρ που πρωταγωνιστούσαν στις ταινίες του Χόλυγουντ. Ήταν όμως μια εποχή που το γούστο του μέσου Αμερικανού είχε ήδη αρκετά καλλιεργηθεί και λίγα είχε να ζηλέψει από εκείνο του Ευρωπαίου άνδρα. Το σημαντικότερο, ο μέσος Αμερικανός στη Νέα Υόρκη, το Σικάγο ή το Σαν Φρανσίσκο, είχε κατανοήσει ότι στόχος του σωστού ντυσίματος, ήταν να κολακεύει το σώμα και όχι απλά για να προβάλλονται τα ρούχα ως κάτι εντυπωσιακό. Εκείνη την περίοδο, υιοθετήθηκαν λεπτομέρειες όπως οι μεγάλες βάτες που τόνιζαν τους ανδρικούς ώμους, τα φαρδιά πέτα με μύτες στα σακάκια, τα ψηλόμεσα παντελόνια και τα ουδέτερα χρώματα για να μπορούν τα κομμάτια να συνδυάζονται μεταξύ τους με ευκολία και παραλλαγές. Μια προσπάθεια για τη δημιουργία στυλ, χωρίς πολλά έξοδα, αλλά και προβολή ενός ανδροπρεπούς σωματότυπου, με μεγάλες πλάτες, στενή μέση και λεπτά πόδια. Οι νεότεροι μάλιστα, είχαν αρχίσει ήδη πριν από λίγα χρόνια, να φορούν τα πλεκτά πουλόβερ της εργατικής τάξης, επαναπροσδιορίζοντας τα, ως φινετσάτα.
Το πέρας του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου, έφερε και την απίστευτη αύξηση στην παραγωγή προσιτών ενδυμάτων και τη μαζική εισαγωγή από δεκάδες «καθημερινού στυλ» ευρωπαϊκές φίρμες, αλλάζοντας εντελώς το αισθητικό τοπίο. Το κλασσικό ντύσιμο δεν ενδιέφερε πια τον καταναλωτή. Είχε στραφεί σε ακόμα πιο φθηνά ρούχα, χωρίς χαρακτήρα και που δίχως σκέψη, εξαφανίζονταν από την ντουλάπα για να αντικατασταθούν με νέα, εξίσου φθηνά, σύμφωνα και με τις επιταγές του σύγχρονου μάρκετινγκ για Ready -to-Wear ντύσιμο που σε πολύ μεγάλο βαθμό τηρείται μέχρι σήμερα με τα καταστήματα fast fashion, ανδρικής και γυναικείας ένδυσης. Ειδικά στη δεκαετία του πενήντα, η φθηνή ποιότητα των υφασμάτων με σύνθεση από πολυεστέρα και νάιλον, υπήρξε καταστροφική. Τα ρούχα δεν ανέπνεαν, δημιουργούσαν ιδρώτα και αλλεργίες, αλλά, διαφημίζονταν ως «ανθεκτικότερα και πιο εύκολα στο πλύσιμο». Ήταν η περίοδος που άρχισε να ανθίζει και το ενδιαφέρον για τον αθλητισμό και τα casual ρούχα, όπως το μπλουζάκι πόλο.
Μπαίνοντας στη δεκαετία του εξήντα, τα χαβανέζικα πουκάμισα έκαναν την εμφάνιση τους. Μια τάση που λίγο αργότερα, ισχυροποιήθηκε και από τον Έλβις Πρίσλεϊ που είχε αρχίσει να συζητιέται πολύ για τη μουσική του και για το τολμηρό κούνημα των γοφών του επί σκηνής. Αυτή η δεκαετία υπήρξε ταραχώδης και εξεγερμένη απέναντι στον συντηρητισμό που χαρακτήριζε την προηγούμενη. Ανάγκη για αυτοέκφραση και πληθώρα διαφορετικών στυλ, ακόμα και στους άνδρες μεγαλύτερης ηλικίας, που υιοθετούσαν αυτές τις σύγχρονες τάσεις για να δείχνουν νεότεροι και όσο γίνεται μακρύτερα από την έννοια της κλασσικής κομψότητας που τώρα έμοιαζε, εκτός εποχής. Μια από τις πιο ενδιαφέρουσες δεκαετίες, που χαρακτηρίστηκε και από τα παιδιά των λουλουδιών, τους χίπη επαναστάτες. Ένα νεανικό κίνημα που απέρριπτε την επικρατούσα κουλτούρα, υποστήριζε πιο ελεύθερες απόψεις και τάχιστα διαδόθηκε από το Greenwich Village της Νέας Υόρκης, σε ολόκληρη την Αμερική και σχεδόν όλες τις χώρες στον κόσμο. Συναντάμε επίσης στενά κοστούμια χωρίς γιλέκα σε μια τάση που κατέκτησε μεγάλο μέρος της νεολαίας, το στυλ Mod (Modernist). Στην πραγματικότητα, ένα κίνημα υποκουλτούρας με αφετηρία το Λονδίνο που εξαπλώθηκε σε πολλές χώρες, στενά συνδεδεμένο με τη μουσική.
Αν κάποια δεκαετία, μπορεί να χαρακτηριστεί ως η πιο χορευτική όλων, σίγουρα είναι εκείνη του εβδομήντα. Μια φρενίτιδα disco μουσικής επικράτησε στα κλαμπ εκείνης της περιόδου σε Ευρώπη και Αμερική. Υπερβολικά στενά τζιν παντελόνια που κατέληγαν σε μια τεράστια καμπάνα, βραχιόλια, δεκάδες διακοσμητικά στο λαιμό, φαρδιά στρατιωτικά μπουφάν, πανταχού παρόντα μια και τα συναντάμε συχνά σε διαφορετικές δεκαετίες. Τα ανδρικά κοστούμια τριών κομματιών επανήλθαν δυναμικά, αυτή τη φορά όμως ως αγαπημένο outfit και της γυναικείας μόδας. Και στις δύο περιπτώσεις σε ποικιλία χρωμάτων με το λευκό να υπερτερεί. Φαρδιά πέτα (που επέστρεψαν εκ νέου από τη δεκαετία του πενήντα), εξίσου φαρδιά παντελόνια, μεγάλοι γιακάδες στα πουκάμισα και γιλέκα, αποτελούσαν τον ορισμό της κομψότητας. Από την άλλη, το κίνημα του punk rock με τα ξυρισμένα κεφάλια, τα εξολοκλήρου τζιν ντυσίματα, οι κονκάρδες και η αντικοινωνική συμπεριφορά, αγκαλιάστηκαν από τους νέους της εργατικής κυρίως τάξης.
Στη δεκαετία του ογδόντα, τα ακριβά ενδύματα και τα αξεσουάρ, συνθέτουν το επονομαζόμενο «Power Dressing», προσφέροντας αυτοπεποίθηση σε ένα κοινό που διαθέτει χρήματα ή ήθελε να δείξει ότι διαθέτει. Επώνυμα κοστούμια, φαρδιοί ώμοι με βάτες και ακριβά κοσμήματα, συνθέτουν την αισθητική μιας δεκαετίας που έχει χαρακτηριστεί από τις πιο κακόγουστες, παράλληλα όμως, γεμάτη από έμπνευση, ερεθίσματα και νέες τεχνολογίες. Ήταν η εποχή που οι σχεδιαστές μόδας, έγιναν οι νέοι σούπερ σταρ και τα μέγκα κλαμπς οι ναοί της διασκέδασης, σε όλο τον κόσμο.
Μια σαρωτική αλλαγή έκανε την επέλαση της παγκοσμίως με την έναρξη της δεκαετίας του ενενήντα. Αντικομφορμιστική προσέγγιση ενδυματολογικά, που ανέδειξε το casual chic ντύσιμο σε κυρίαρχο της εποχής. Ατελείωτες ώρες στο γυμναστήριο, τατουάζ, piercing και λιγότερη επισημότητα. Τα Baggy παντελόνια «δοξάστηκαν», ενώ ενδυματολογικά εφευρέθηκε και ο ορισμός του Business Casual, μια και χαλάρωσε αισθητά το πιο επίσημο μέχρι πρότινος, στυλ ντυσίματος για το γραφείο.
Καθώς περνάμε στη δεκαετία του 2000, το ανδρικό κοστούμι στενεύει και γενικότερα τα ρούχα αποκτούν slim fit εφαρμογή. Εμφανίζονται τα fast fashion brands που προτείνουν φθηνά ρούχα και ντύνουν «μοδάτα» πολύ κόσμο, με αποτέλεσμα να επέλθει η κατάρρευση των ταξικών διαφορών που ορίζονταν και από τους μεγάλους οίκους. Στη νεανική μόδα, έγιναν hot τα Nike Air Jordan και τα αθλητικά παπούτσια γενικότερα που συνδυάστηκαν με κομμάτια υψηλής μόδας και κοστούμια. Παράλληλα, αναπτύχθηκαν διαφορετικές υποκουλτούρες με το δικό της ενδυματολογικό στυλ η κάθε μία, όπως η Goth και η Indie pop, ενώ αναπτύχθηκε και ένα φουτουριστικό στυλ που κυριαρχούσε το μεταλλικό ασημί, το δέρμα και οι αθλητικές φόρμες.
Στην δεκαετία που ξεκίνησε το 2010, πρωταγωνιστές της μόδας έγιναν οι influencers και οι fashion bloggers. Μια περίοδος που η έξαρση των πωλήσεων online και η πληροφορία που αφορά στη μόδα μέσω διαδικτύου, οδήγησε σε μια μεγάλη ποικιλία από τάσεις και στην ενθάρρυνση, να αποκτήσει ο κάθε άνθρωπος το δικό του πιο προσωπικό στυλ. Οι μεγάλοι οίκοι επενδύουν σε μεγάλο βαθμό στην ανδρική ένδυση και η πληθώρα των τάσεων, πρώτη φορά συναγωνίζεται, εκείνη των γυναικείων συλλογών. Παράλληλα, επανήλθαν στη μόδα και οι κλασσικές αξίες περί κομψότητας στην ανδρική ένδυση. Τα brands πολυτελείας, διανύουν τη χρυσή εποχή τους σε πωλήσεις και μια μεγάλη μερίδα καταναλωτών, επιστρέφει στη λογική των αγορών με ποιότητα για μια γκαρνταρόμπα που αντέχει στο χρόνο, απορρίπτοντας τις προτάσεις των καταστημάτων μαζικής ένδυσης και φθηνής κατασκευής. Έξυπνες casual εμφανίσεις, hipster style και ακριβά αξεσουάρ, συνθέτουν μεταξύ άλλων, το εξαιρετικά πολυπρόσωπο στυλ της δεκαετίας