Το Μαύρο Πρόβατο, talk of the town

28 Αυγούστου 2013
Πάνος Δεληγιάννης
εστιατόρια κριτική

Ιντριγκαδόρικο όνομα, διακόσμηση με άποψη, πρωτοτυπία και απλότητα, συμπαθητική κουζίνα με οικείες γεύσεις, εξαιρετικές τιμές και φιλικό σέρβις από ανθρώπους με επικοινωνιακές ικανότητες. Να τα μυστικά της επιτυχίας του!

5.5
Ατμόσφαιρα:
Εξυπηρέτηση:
Κάβα:
3.5 / 5.0
3.0 / 5.0
1.0 / 5.0
Τύπος:
Ποιότητα:
Κουζίνα:
Casual
Κλασική
Ελληνική

Το Μαύρο Πρόβατο είναι από τα πιο πετυχημένα εστιατόρια της πόλης και αυτό μπορεί να φαίνεται εκ πρώτης όψης παράδοξο. Στο κάτω-κάτω μιλάμε για ένα μικροσκοπικό μαγαζί, σε μια σχεδόν κρυμμένη γωνιά του Παγκρατίου, που μάλιστα μέχρι πέρσι  -με ίδια ιδιοκτησία, άλλο όνομα και διαφορετικό concept- περνούσε μάλλον απαρατήρητο! Τι άλλαξε; Που οφείλεται η δυσκολία στο να βρει κανείς τραπέζι ακόμη και αυτές τις μέρες του Αυγούστου;

Ας είμαστε ειλικρινείς και ξεκάθαροι. Η επιτυχία οφείλεται καταρχήν στον συνδυασμό περιβάλλοντος και τιμών. Η Ολλανδέζα διακοσμήτρια Λιάν Βερμέερ (με είχε εντυπωσιάσει παλιότερα με την μεταμόρφωση του «Απλά» στην Ν. Ερυθραία) έκανε και εδώ το θαύμα της και με το τίποτα μεταμόρφωσε έναν αδιάφορο συνοικιακό χώρο σε ένα μικρό εστιατόριο με άποψη και τύπο, που σε συνδυασμό με το έξυπνο όνομα νιώθεις να σου κλείνει το μάτι και να σου σκάει ένα χαμόγελο. Αυτό, σε συνδυασμό με το μπρίο και τις επικοινωνιακές ικανότητες ιδιοκτητών και σερβιτόρων, αρκεί για να δημιουργεί στον χώρο ένα θετικό vibe. Στα παραπάνω, προσθέστε τιμές της τάξης των €15-20 το άτομο το πολύ και μια κουζίνα ευχάριστη, οικεία που ποτέ δεν σε απογειώνει, ούτε όμως και σε θυμώνει και έχετε την συνταγή της επιτυχίας για μια πόλη σε κρίση, που το φτηνό έχει γίνει και ένα είδος μόδας και που οι γαστρονομικές απαιτήσεις δεν ήταν ιδιαίτερα υψηλές έτσι κι αλλιώς.

Ο κατάλογος έχει ελληνικό χρώμα και λογική μεζεδοπωλείου αν και οι μερίδες δεν είναι μικρές. Οι επιλογές σε κρασί (μόνο χύμα), αλλά και μπύρες είναι ιδιαίτερα περιορισμένες και αυτό μπορεί να προφυλάσσει την μέση τιμή, αλλά στερεί την δυνατότητα σε ορισμένους ορκισμένους οινόφιλους να χαρούν το γεύμα τους, ωστόσο το χύμα Μοσχοφίλερο είναι του Τσέλεπου και είναι αξιοπρεπέστατο.

Η κουζίνα είναι πληθωρική, αρκετά γευστική, άλλοτε όμως υπερβάλλει σε ορισμένα υλικά (πχ το λαδόξυδο στην –πολύ καλή κατά τα άλλα- σαλάτα με το κατίκι Δομοκού ή στο τυρί στην –μέτρια- σαρικόπιτα) και άλλοτε έχει προβλήματα τεχνικής. Για παράδειγμα τα -κατά τα άλλα- νοστιμότατα και αρωματικά λιγκουίνι με γαρίδες ήταν παραβρασμένα, οι τηγανιτές πατάτες ήταν μετριότατες και ότι πήραμε σε ψητό (κοτομπριζολάκια και χοιρινή μπριζόλα) είχε λίγο ξεφύγει και στεγνώσει. Τα υλικά επίσης δεν είναι ιδιαίτερης ποιότητας αλλά και οι απαιτήσεις σε αυτά το επίπεδο τιμής δεν μπορεί να είναι ιδιαίτερα υψηλές, εκτός αν κάποιος στην κουζίνα κάνει πραγματικά ουσιαστική δουλειά αναζήτησης. Ένα carrot cake στο τέλος ήταν με διαφορά ότι καλύτερο δοκιμάσαμε εκείνο το βράδυ στο Μαύρο Πρόβατο, ενώ και η μους λεμόνι ήταν ανάλαφρη και αρωματική.

Η Κλίμακα της Βαθμολογίας