Local, Thessaloniki: διαχρονικο σημείο συνάντησης με ικανοποιητική κουζίνα

07 Σεπτεμβρίου 2022
Βασίλειος Μπακάσης
Local Θεσσαλονίκη εστιατόριο κριτική
Το Local αποτελεί εδώ και χρόνια ένα πετυχημένο café-bar-restaurant στην πιο πολυσύχναστη piazza της Θεσσαλονίκης. Η κουζίνα του εστιατορίου αν και συχνά εμφανίζει σκαμπανεβάσματα, δύσκολα ολισθαίνει από ένα ικανοποιητικό επίπεδο.
6.0
Ατμόσφαιρα:
Εξυπηρέτηση:
Κάβα:
3.5 / 5.0
3.0 / 5.0
3.0 / 5.0
Τύπος:
Ποιότητα:
Κουζίνα:
Casual
Κλασική
Μεσογειακή

Το ημερολόγιο πρέπει να έδειχνε 2013 όταν το Local πραγματοποιούσε μία επέκταση προκειμένου να πάρει την σημερινή του μορφή και να αρχίσει να σερβίρει φαγητό,  κίνηση που μετά από σχεδόν 10 χρόνια φαντάζει σοφή. Και την χαρακτηρίζω έτσι, καθώς το εστιατόριο με τα μετρημένα καθιστικά έχει έκτοτε απαριθμήσει μερικές δεκάδες χιλιάδες επισκέπτες. Αν με ρωτάτε επίσης γιατί θεωρώ το Local πετυχημένο, είναι διότι πιάνω τον εαυτό μου να το έχει επισκεφθεί αναρίθμητες φορές, είτε για ένα espresso στις 8 το πρωί, είτε για lunch-break, είτε για dinner με φίλους ή απλά για ένα ποτό στο όρθιο στο bar του. To Local κάτι το κάνει να ξεχωρίζει, είναι ότι πρεσβεύει με τρόπο αληθινό τον τίτλο του πολυφορεμένου “all day café-bar-restaurant”.

Στην πάροδο του χρόνου η κουζίνα του Local έχει παρουσιάσει αρκετές ενδιαφέρουσες φάσεις, αλλά και ορισμένες κρίσεις στο ενδιάμεσο. Ο κατάλογος αποτελείται από ένα κεντρικό κορμό συνταγών, οι οποίες έχουν καθιερωθεί ως “signature dishes” και δεν αλλάζουν, αλλά και από μία μικρή μερίδα πιάτων εποχής που μπαίνουν και βγαίνουν στην κάρτα. Το στοίχημα της κουζίνας στα δικά μου μάτια δεν είναι άλλο από το να καταφέρει η μπριγάδα των μαγείρων να παρουσιάσει τα πιάτα της από νωρίς το μεσημέρι έως αργά το βράδυ, all year around, πανομοιότυπα και τεχνικά άρτια. Εκεί εντοπίζω προσωπικά την πραγματική ουσία στο εστιατόριο.

Στη χθεσινή μου επίσκεψη, υπήρχαν signature πιάτα που εκτελέστηκαν κατ’εικόνα και καθ’ ομοίωσίν και τα οποία έφθασαν στο τραπέζι φορμαρισμένα και νόστιμα, όπως η πολύ ωραία σαλάτα panzanella με ντομάτα, πιπεριές, μελιτζάνα, σκορδόψωμο και γκερεμέζι Ηπείρου, αλλά και το carpaccio μόσχου με τις διακριτές νότες τρούφας και παρμεζάνας . Από την άλλη, η picanha με τη σαλάτα καλαμποκιού απογοήτευσε και στο μάτι και στη γεύση. Το κρέας δεν είχε ξεκουραστεί και άφησε όλη του την μυοσφαιρίνη στο λευκό πιάτο, δημιουργώντας μία άσχημη εικόνα. Ήταν εντελώς ανάλατο και ακόμη η πλευρά του λίπους δεν είχε πάρει καθόλου κρούστα στην φωτιά και δύσκολα μπορούσε να φαγωθεί. Τέλος, με μία πρόχειρη εκτίμηση τα λιγότερο από 250 γραμμάρια μερίδας στην τιμή των 25 ευρώ και με την συγκεκριμένη επίδοση πιάτου φαντάζουν πολλά.

Συνειδητά επέλεξα να δοκιμάσω όμως και διάφορα πιάτα από την φθινοπωρινή πλέον κάρτα εποχής. Η “carbonara” με σύγκλινο Μάνης και μανιτάρια shimeji αν και λίγο αλμυρή, ήταν νόστιμη, ζουμερή και καλοεκτελεσμένη, ενώ το tiramisu με μπισκότα και φυστίκια Αιγίνης ήταν πετυχημένο πολύ και πήρε υψηλό βαθμό. Πάλι όμως ένα πιάτο τσαλάκωνε την εικόνα του τραπεζιού. Η τηγανητή αγκινάρα λοιπόν κρατούσε λάδι, ο συνοδευτικός πουρές πατάτας ήταν παράταιρος και στεγνός, ενώ ένα υβρίδιο σάλτσας με σκόρδο πρόσθετε προβλήματα στο πιάτο με την υφή του, παρά το έδενε.

Θαρρώ πως το χθεσινό δείπνο επιβεβαίωσε απόλυτα την θεώρηση μου για το Local.

Σε μία βραδιά που η κουζίνα και το φαγητό δεν έπιασαν επ’ουδενί υψηλή απόδοση σε γεύσεις και χρόνους σερβιρίσματος, το επίπεδο του γεύματος δεν ολίσθησε από ένα αποδεκτό όριο. Και νομίζω αυτός είναι και ο λόγος που το Local έχει γίνει το επικρατέστερο σημείο συνάντησης της πόλης. 

Η Κλίμακα της Βαθμολογίας
Ιστορικό Άρθρου