Στην κουζίνα του Λευτέρη Λαζάρου μέσω Facebook, Ιnstagram και youtube

11 Νοεμβρίου 2020
Άντζελα Σταματιάδου
Από αυτή την Πέμπτη ο χαρισματικός σεφ μοιράζεται τις συνταγές του μέσω των social media, έχοντας πάντα το βλέμμα του στραμμένο στη θάλασσα.

Έχω παρακολουθήσει τον Λευτέρη Λαζάρου να παραδίδει μαθήματα μαγειρικής και... ψαρικής στην πολύ όμορφη ανοικτή επάνω κουζίνα του Βαρούλκου. Έχει μια φοβερή αμεσότητα. Άμα πιάσει να σου λέει για τα ψάρια δεν έχει σταματημό. Την συναισθηματική σχέση που έχει με τη θάλασσα τη βλέπεις, άλλωστε στα πιάτα του ‒ μια γαστρονομία με ανοιχτούς ορίζοντες, γεμάτη μνήμες και βιώματα. Στο εστιατόριο του, ο Λαζάρου είναι μάγειρας, είναι δάσκαλος, είναι όμως και οικοδεσπότης. Η προσωπική επαφή με όσους φιλοξενεί στη σάλα του, η συναναστροφή, ήταν πάντα κομμάτι της εμπειρίας. Ήταν και μια προσωπική ανάγκη. Για αυτό και ήδη από το τέλος του προηγούμενου lockdown,θέλοντας να βρει νέους τρόπους επικοινωνίας κι αλληλεπίδρασης με τον κόσμο, πήρε την απόφαση να μοιραστεί κάποιες από τις συνταγές του μέσα από το Facebook,το Instagram και το youtube, όπου έχει πλέον το δικό του κανάλι. Έτσι προέκυψε το «Με το μάτι γαρίδα».

«Βρισκόμαστε και πάλι σε απόσταση. Όμως, θα έρθουμε πιο κοντά, γιατί η αγάπη για τη μαγειρική, η φροντίδα για τους ανθρώπους κι ένα τραπέζι με ωραίες γεύσεις μας ενώνει» έγραψε πριν λίγες μέρες στο λογαριασμό του στο facebook, προλογίζοντας αυτό το νέο project, που ξεκινάει την Πέμπτη 12 Νοεμβρίου και θα συνεχίσει με μια βιντεο-ανάρτηση κάθε Πέμπτη. «Ωραίο είναι το παστινάκι, αλλά δεν χρειάζεται να πάει κανείς στο Έβερεστ για να βρει ένα υλικό», μου λέει. Ο σεφ, που έχει κάνει πολλές φορές τα ταπεινά σπουδαία με σπεσιαλιτέ-σταθμούς για την ελληνική γαστρονομική σκηνή, θα παρουσιάζει συνταγές γεμάτες θάλασσα, με τη δική του, ιδιαίτερη ματιά και βατά, οικονομικά, εύκολα προσβάσιμα συστατικά. «Είναι σημαντικό να πατάμε στην εντοπιότητα, να διαφυλάσσουμε την ελληνική ταυτότητα», σημειώνει. Και τώρα, που το έχουμε ακόμη περισσότερο ανάγκη ένα φαγητό φορτισμένο με ζεστασιά, οικειότητα, τρυφεράδα, και μετά, εκεί πρέπει να κοιτάμε: «να κινηθούμε πιο ελληνικά». Τα υπόλοιπα, επί της οθόνης.