Κώστας Λαζαρίδης, η μεγάλη πορεία από τον Αμέθυστο στον... Αμέθυστο!

22 Απριλίου 2015
Ντίνος Στεργίδης
Κτήμα Κώστα Λαζαρίδη Αμέθυστος
Υπάρχουν ελληνικά κρασιά που έγραψαν ιστορία. Ένα από αυτά είναι το Αμέθυστος από το Κτήμα Κώστα Λαζαρίδη, που πρόσφατα άλλαξε ποικιλιακή σύνθεση και ετικέτα.


Υπάρχουν κάποια ελληνικά κρασιά τα οποία θα χαρακτήριζα «εμβληματικά» επειδή ενσαρκώνουν στην εντέλεια την «αναγέννηση» του ελληνικού κρασιού που όλοι ζήσαμε την τελευταία εικοσιπενταετία. Ένα από αυτά είναι το «Αμέθυστος» του Κώστα Λαζαρίδη. Θα πρέπει να έχετε γεννηθεί πριν το 1970 για να έχετε ζήσει την τρέλα που κατέλαβε τους Αθηναίους το 1992 όταν πρωτοκυκλοφόρησε το κρασί αυτό. Τηρουμένων των αναλογιών, ήταν σαν το καλοκαίρι του ’64 όταν το «A Hard Day’s Night» των Βeatles εκτόπισε από την 1η θέση των αγγλικών τσαρτς το «It’s All Over Now» των Rolling Stones μέσα σε μία εβδομάδα, τρελαίνοντας εκατοντάδες χιλιάδες γκρούπις. Όπως και ο Αμέθυστος, η επιτυχία των Σκαθαριών ήταν μία από τις μελωδίες εκείνες που σου κολλάνε στο μυαλό...

Ο Αμέθυστος ήταν το κρασί που διέδωσε στους Έλληνες την ποικιλία σοβινιόν μπλαν. Ήταν μία γεύση τόσο πρωτόγνωρη και διαφορετική για τα δεδομένα της εποχής, που ακόμα και ο πιο αδαής ουρανίσκος μπορούσε αμέσως να δει τη διαφορά με ό,τι προϋπήρχε. Η Δράμα είχε εισέλθει στην οινική σκηνή της χώρας με ένα τεράστιο μπαμ! Το σοβινιόν μπλαν υποστηρίζονταν στο χαρμάνι από το σεμιγιόν (μία άλλη γαλλική ποικιλία), που το στρογγύλευε και το έφερνε γευστικά πιο κοντά στις προσδοκίες του μέσου έλληνα καταναλωτή. Η «συνταγή» ήταν επιτυχημένη, η εκτέλεση σωστή, το όνομα αξέχαστο: το κρασί απογειώθηκε εμπορικά σαν πύραυλος της NASA. Μέσα σε λίγα χρόνια έφτασε να πουλά 400.000 φιάλες το χρόνο και οι έμποροι έδιναν γη και ύδωρ για να το έχουν στο πορτφόλιό τους.

Η πτώση δεν ήταν ούτε απότομη ούτε μεγάλη. Απλώς εμφανίστηκαν στην αγορά πολλά άλλα κρασιά του ιδίου στιλ και βεληνεκούς και τα φώτα της δημοσιότητας στράφηκαν αλλού. Εν τω μεταξύ το ίδιο το Κτήμα Κώστα Λαζαρίδη διεύρυνε την γκάμα του και με άλλα κρασιά, ανώτερα από τη σειρά του Αμέθυστου, όπως τα Château Julia.

Είναι κοινό μυστικό πως το όραμα των αδελφών Λαζαρίδη όταν μπήκαν στην περιπέτεια που ονομάζεται κρασί, είχε μία και μόνο απόχρωση, εκείνη του Μπορντό. Το Μπορντό με τους πύργους του και τα ταννικά του, βαθιάς παλαίωσης κρασιά ήταν το πρότυπο για τους «μαρμαράδες» που βάλθηκαν να φτιάξουν στην ακριτική Δράμα κρασιά εφάμιλλα των γαλλικών. Ο στόχος ήταν εξαρχής η παραγωγή μεγάλων κόκκινων κρασιών και ήταν, εικάζω, αναπάντεχος μπουναμάς που το λευκό Αμέθυστος είχε τέτοια εμπορική επιτυχία.

Ίσως γι’ αυτό να έμεινε στάσιμο; Από την άλλη το κόκκινο Αμέθυστος (το οποίο στο μεταξύ είχε αποκτήσει και αδελφό με μεγαλύτερες φιλοδοξίες, το Cava Amethystos), βελτιωνόταν συνεχώς. Όσο μεγάλωνε σε ηλικία ο αμπελώνας ―τα πρώτα πρέμνα του οποίου φυτεύτηκαν το 1979― τόσο καλύτερα κρασιά έδινε, ενώ καθοριστικό ρόλο στην ποιοτική εξέλιξη του Αμέθυστου όπως και όλων των κόκκινων κρασιών του κτήματος, έπαιξε ο ερχομός του «ιπτάμενου οινολόγου» Μισέλ Ρολάν από το Μπορντό. Ο Ρολάν έδωσε ένα πολύ συγκεκριμένο στυλ στα κρασιά του κτήματος, πιο διεθνές και πιο εμπορικό.


Πρόσφατα είχα την τύχη να παραστώ σε κάθετη γευστική δοκιμή του Αμέθυστου στο Κτήμα Ενότρια Γη (το άλλο κτήμα του Κώστα Λαζαρίδη στο Καπανδρίτι Αττικής), με εφτά κρασιά από το 1997 μέχρι το 2011. Η αλλαγή στο στιλ του κρασιού μετά την άφιξη του Ρολάν, το 2004, είναι άκρως εντυπωσιακή και διδακτική.

Το 2001, σε προ-Ρολάν εποχή, θυμίζει «κλασικό ελληνικό κρασί» της εποχής εκείνης, με αρώματα πιο οριεντάλ ―αν μου επιτρέπεται― σταφίδας, σύκων, μπαχαρικών. Διαθέτει μεν μία σχετική φινέτσα αλλά είναι σε κάθε περίπτωση ένα μικρού βεληνεκούς κρασί με σχετικά άδειο στόμα και σύντομη επίγευση. Από το 2004 και μετά τα πράγματα αλλάζουν αισθητά, με συνεχείς βελτιώσεις, σε όλα τα γευστικά επίπεδα. Αρχικά (δηλαδή τις πρώτες μετά από το 2004 εσοδείες), είναι αλήθεια πως υπάρχουν κάποιες άγαρμπες νότες καθώς ο οινολόγος προσπαθεί, προφανώς, να πάρει από το σταφύλι όσα περισσότερα αυτό μπορεί να δώσει, αλλά γρήγορα, τις αμέσως επόμενες εσοδείες, οι νότες αυτές εξαφανίζονται για να πάρει τη θέση τους μία ευχάριστη φρουτώδης αίσθηση. Απόλυτα λογική και αναμενόμενη ήταν, επίσης, η κίνηση παροπλισμού του υπερεκτιμημένου λημνιού (μία ποικιλία οι ταννίνες της οποίας καταρρέουν στην παλαίωση) και η αντικατάστασή του στο χαρμάνι από το αγιωργίτικο (καμπερνέ σοβινιόν 70%, μερλό 20%, αγιρωργίτικο 10%).

Αποκορύφωμα αυτής της κάθετης γευστικής δοκιμής ήταν ο Αμέθυστος του 2008, ένα πανέμορφο κρασί με αρώματα τρούφας, και το 2011 που του μοιάζει πάρα πολύ.

Έλεγα, όμως, για το λευκό Αμέθυστος· δοκίμαζα πέρσι σε μία έκθεση όλη την γκάμα του Κτήματος Κώστα Λαζαρίδη και έμεινα άναυδος όταν, απαντώντας στις παρατηρήσεις μου, ο εμπορικός διευθυντής του Κτήματος, Γιώργος Ζάχαρης, μου είπε ευθαρσώς: «ποτέ δεν σου άρεσε ο Αμέθυστος, από την πρώτη στιγμή που βγήκε». «Μα», ψέλλισα εγώ, «δεν είπα ποτέ τέτοιο πράγμα», «όχι το θυμάμαι καλά» μου απάντησε. Μπορεί να μη θυμάμαι τι είχα πει για τον Αμέθυστο πριν από... 20 χρόνια, αλλά ναι, πέρσι στην Prowein τον είχα βρει κάπως επίπεδο, ένα κρασί που του έλειπε το «κατιτίς». Φαίνεται πως ο ένοχος ήταν το σεμιγιόν! Η αντικατάστασή του, φέτος, με την ποικιλία ασύρτικο, στο νέο Αμέθυστο που κυκλοφορεί, έχει αλλάξει άρδην το γευστικό προφίλ του κρασιού. Κι ας είναι μόνο το 15% του χαρμανιού.

Ο νέος Αμέθυστος (και με εξαιρετικά επιτυχημένη επικαιροποίηση της ετικέτας του), είναι ένα κρασί με πολύ πιο γεμάτο και δομημένο στόμα, με πιο πυκνά και πλούσια αρώματα και με όμορφη, αρμονική γεύση. Μου φαντάζει ως ένα κρασί πιο σύγχρονο και απαιτητικό, σε ό,τι αφορά τα πιάτα που θα το συνοδεύσουν, ένα κρασί που θα ξανα-ανακαλύψουμε σε πολλές λίστες εστιατορίων.

Φαίνεται πως και το σοβινιόν μπλαν χρειάζεται το ασύρτικό του!