Κάβος 1964: Κλασική ψαροφαγία περιωπής στα Ίσθμια

30 Οκτωβρίου 2019
Τάσος Μητσελής
Κάβος 1964 Τάσος Βλάσσης ψαροταβέρνα Ίσθμια κριτική Τάκης Βλάσσης
Η εξαιρετικά προσεγμένη και δημοφιλής ψαροταβέρνα του Τάσου Βλάσση, στην αρχή της παλαιάς οδού Κορίνθου-Επιδαύρου εντυπωσιάζει με την σπουδαία πρώτη ύλη της, συνδυάζοντας θέα στη θάλασσα και μια ανεπιτήδευτη, καλοφτιαγμένη κουζίνα που ξέρει να σε γοητεύει.
6.5
Ατμόσφαιρα:
Εξυπηρέτηση:
Κάβα:
3.5 / 5.0
3.0 / 5.0
2.5 / 5.0
Τύπος:
Ποιότητα:
Κουζίνα:
Ταβέρνα
Κλασική
Ψάρι

Λίγες λάμπες λαδιού και ότι έκανε η φλόγα που έβγαινε από τα πυρωμένα κάρβουνα της ψησταριάς. Έτσι, λέει, φωτίζονταν ο Κάβος, όταν πρωτοάνοιξε στα Ίσθμια. Ο Τάκης Βλάσσης και η γυναίκα του, αποφάσισαν να μετατρέψουν το 1964 μια αποθήκη σιτιρών σε ψαροταβέρνα. Το ηλεκτρικό ήρθε κάποια χρόνια αργότερα. Είχαν, όμως, τη θάλασσα για σύμμαχο στο όραμα και στο σκηνικό. Μπροστά στα πόδια τους. Και όπως αποδείχτηκε αργότερα, την είχαν να κυλάει και στις φλέβες τους. Τις προάλλες που περίμενα υπομονετικά, είναι η αλήθεια, μπροστά στη ψαριέρα για να έρθει η σειρά μου κατάλαβα ότι αυτό το ξεχωριστό «αραξοβόλι» έχει την ιεροτελεστία του στον τρόπο που θα παραγγείλεις. Επιλέγετε τα ορεκτικά στο τραπέζι και στη συνέχεια πιάνετε «στασίδι», ιδιαίτερα τα Σαββατοκύριακα, και με την βοήθεια του γιού της οικογένειας και σημερινού ιδιοκτήτη, Τάσου Βλάσση, που ανέλαβε την επιχείρηση σε αυτό το απόμερα γοητευτικό λιμανάκι το 1997, αποφασίζετε για το ψάρι και τα θαλασσινά που θα στολίσουν τη περίφημη μακαρονάδα τους. Δεν σας κρύβω ότι εντυπωσιάστηκα από την τυφλή εμπιστοσύνη που του δείχνουν, κοιτώντας περισσότερο τον ίδιο στα μάτια παρά τα ψάρια. Αυτό σε άλλες περιπτώσεις πολύ πιθανό να έκρυβε ένα μεγάλο ρίσκο, εν προκειμένω, όμως, είναι το εξυπνότερο που μπορεί να κάνει κάποιος. Εδώ, η πρώτη ύλη είναι θρησκεία κι ο Τάσος Βλάσσης έχει ντοκτορά στο να διαλέγει τον αφρό της θάλασσας, γεμίζοντας τα συρτάρια του με συναρπαστική πραμάτεια. Τα τυλίγει ο ίδιος σε μια κόλλα χαρτί μαζί με ό, τι άλλο σας γυαλίσει, γράφει πάνω το όνομα σας και τα παραδίδει στη κουζίνα. Σε εμάς κληρώθηκε ένα εκπληκτικό ροφουδάκι που ψήθηκε στη σχάρα με μνημειώδη μαστοριά.

Τα ζυμαρικά, τώρα, έχουν το άγγιγμα της ξακουστής κυρίας Παγώνας. Πρόκειται για τη μητέρα του εστιάτορα και ένα ζωντανό κομμάτι της ιστορίας του Κάβου. Πενήντα πέντε χρόνια με τη πόδια δεμένη, τα λες και μια ζωή. Χρησιμοποιεί τη κορυφαία ποιότητας πάστα Molisana από το Καμπομπάσσο της Ιταλίας και τη δένει με τη σάλτσα της και τα αρώματα των θαλασσινών τόσο περίτεχνα, που δύσκολα τη ξεχνάς. Το μόνο που μου «χτύπησε» ήταν η κάπως έντονη αίσθηση του αλκοόλ με το οποίο την σβήνουν. Από το τηγάνι τους πάντως δεν έμεινα ευχαριστημένος. Τα καλαμαράκια δυστυχώς τα ξεπετάξανε με αποτέλεσμα να έρθουν στο τραπέζι μισοτηγανισμένα, βγάζοντας μια δυσάρεστη υφή από αλεύρι στο στόμα. Καταθέτω τα σέβη μου για τη μυθιστορηματική ντομάτα, την οποία σερβίρουν όλο τον χρόνο από δική τους μονάδα υδροπονικής καλλιέργειας. Την συγκαταλέγω στην πεντάδα με τις καλύτερες που έχω φάει τα τελευταία χρόνια. Τα στρείδια, επίσης, μας χάρισαν απλόχερα όλη την ιωδιούχα φινέτσα τους. Οι τηγανητές πατάτες, τώρα, μου φάνηκαν αρκετά καλές αλλά περίμενα μια πιο γενναιόδωρη μερίδα. Παραήταν λίγες στο πιάτο. Το ίδιο ισχύει και για τα ελάχιστα, πλην νόστιμα, χόρτα. Κλείσαμε με ένα λιγωτικό παγωτό μαστίχας με γλυκό του κουταλιού από μύρτιλλο κι έναν-τηρουμένων των αναλογιών- θαυμάσιο εσπρέσσο. Για την ακρίβεια δεν θυμάμαι ποτέ να έχω ξαναπιεί τόσο καλό καφέ σε ψαροταβέρνα. Το σέρβις δυστυχώς χάνει τη μπάλα τις μέρες και τις ώρες αιχμής, ενώ και η κουζίνα πέφτει σε μικρά ατοπήματα όταν γίνεται το αδιαχώρητο, για αυτό ίσως είναι προτιμότερο να κάνετε την εξόρμηση μέχρι εκεί μια καθημερινή. 

Η Κλίμακα της Βαθμολογίας