Κάθισε στο ξύλινο σκαμπό και μου ζήτησε ευγενικά μια μπύρα draft. Προφανώς, ήταν το πιο εύκολο αλκοολούχο που θα μπορούσε να παραγγείλει, ώστε να μην απασχολήσει το μυαλό του ούτε δευτερόλεπτο παραπάνω.
- “ Ευχαριστώ. Εμ, υπάρχει κάποιος κωδικός για το WiFi παρακαλώ;”
- “Cocktail” του απάντησα.
- “Μα φυσικά μου απάντησε χαμογελώντας”
- “Πολύ δουλειά σήμερα, ε;” Ρώτησα, καθώς άφηνα το pint (~ 500 ml) της pilsner μπύρας μπροστά του.
Μου έγνεψε καταφατικά καθώς το smartphone του, είχε αποσπάσει το μεγαλύτερο μέρος της προσοχής του. Όμως είχα ασχοληθεί αρκετά με τον καλοντυμένο κύριο. Ο σερβιτόρος μου είχε αφήσει τρεις -όχι και τόσο απλές- παραγγελίες και μάλλον είχα και γω «πολλή δουλειά». Δέκα λεπτά αργότερα, το ποτήρι της μπύρας, ή μάλλον το ποτήρι του κυρίου, είχε αδειάσει, όπως και εγώ μόλις είχα ηρεμήσει με τις παραγγελίες. Κοίταξα το ποτήρι, το smartphone, τον κύριο:
- “ Θα μου φτιάξετε και μένα ένα cocktail σαν το τελευταίο με το ουίσκυ;” Με ρώτησε ο μπίζνες-μαν –ομολογώ- ξαφνιάζοντάς με. - “Βεβαίως, ένα Bobby Burns, λοιπόν, κλασσικό cocktail με ουΐσκυ (60ml), κόκκινο βερμούτ(30 ml) και λίγο benedicitine. Stirred”
Σύντομα το ποτήρι του κοκτέιλ ακουμπούσε στα χείλια του κυρίου, ο οποίος πάντα έμοιαζε να είναι απορροφημένος στα mail του. Τρία δευτερόλεπτα μετά, ο πελάτης μου, είχε παρατήσει το κινητό του και εξερευνούσε το σκωτσέζικων καταβολών ποτό του. Δεν ξέρω αν του άρεσε, αλλά ξέρω πως μόλις είχα καταφέρει να «ξεκολλήσω» έναν άνθρωπο από τη ρουτίνα της καθημερινότητας…