Η Galazia Hytra αυτό το καλοκαίρι «κοχλάζει» στην Πάρο

11 Ιουλίου 2019
Θάλεια Τσιχλάκη
Galazia Hytra Απόστολος Τραστέλης Τάσος Μαντής Πάρος Summer Senses Hotel μοντέρνα ελληνική κουζίνα εστιατόριο κριτική
Η Θάλεια Τσιχλάκη επισκέφθηκε το εστιατόριο του πεντάστερου ξενοδοχείου Summer Senses Luxury Resort, που άρχισε να λειτουργεί στα μέσα του Ιούνη, πάνω από τη γοητευτική παραλία της Πούντας και καταθέτει τις εντυπώσεις της.
7.5
Ατμόσφαιρα:
Εξυπηρέτηση:
Κάβα:
3.5 / 5.0
3.5 / 5.0
3.5 / 5.0
Τύπος:
Ποιότητα:
Κουζίνα:
Casual & Chic
Μοντέρνα
Ελληνική

Μου είχε λείψει η καλοκαιρινή Galazia Hytra, που κατέβαινε παραλία κι άλλαζε τα δεδομένα της αθηναϊκής ριβιέρας. Από εκείνο το καλοκαίρι του 2015, που στεγάστηκε για τελευταία φορά στον Αστέρα Βουλιαγμένης μου έλλειπε, όχι μόνο το ευφυώς “summer gourmet” στιλ του σεφ της, Τάσου Μαντή, αλλά και το ευγενικό pampering, που διακρίνει το σέρβις όλων των χώρων που υπογράφει ο Όμιλος Τραστέλη.

Η συνεργασία με το κυκλαδίτικης αρχιτεκτονικής minimal και διακριτικά πολυτελές ξενοδοχείο της Πούντας στη Μάρπησσα της Πάρου είχε ανακοινωθεί, αν θυμάστε, από τις αρχές της άνοιξης – κι είχαμε αναφερθεί σε αυτήν. Αυτή τη φορά, όμως, σας μεταφέρω τις in situ εντυπώσεις μου από μια τυπική κυκλαδίτικη βραδιά, στην προστατευμένη από τους βοριάδες βεράντα του εστιατορίου, που ξεκίνησε με μια πεντανόστιμη κακαβιά (φωτό) με πατάτες και κρεμμυδάκια, αρωματισμένα με σαφράν και βασιλικό, που η απλή, αλλά και μεστή θαλασσινή της γεύσης συνόψισε, θαυμάσια, ό,τι έμελλε να ακολουθήσει.

Ήταν ένα στιβαρό πιάτο νησιώτικης αισθητικής, με γκουρμέ πινελιές – τις οποίες όποιος είχε το κέφι θα μπορούσε να εντοπίσει σε μια δεύτερη ανάγνωση.


Σε αυτό το στιλ, που κινείται με άνεση μεταξύ της καλοκαιρινής ανεμελιάς και του γκουρμέ, όπως έγραψε κάπου κι ο Τάσος Μητσελής, είναι διαμορφωμένο ολόκληρο το μενού.

Αρχίζοντας από την απλή σαλάτα κινόα, που έπαιρνε την απαιτούμενη δόση κυκλαδίτικης αψάδας από το αγκιναράκι τουρσί και τη ρόκα, τη διακριτική της γλύκα από φρέσκο αχλάδι και το άρωμα της από το λάδι μέντας μέχρι την κλασική για τα καλοκαίρια μας νησιώτικη σουπιά με το σπανάκι, που εδώ, όμως, έρχεται περιχυμένη με μια γοητευτική κατακόκκινη σάλτσα άιβαρ Κοζάνης (με κόκκινη πιπεριά, φρέσκια ντομάτα και φρέσκα βότανα), η οποία καταφέρνει να αναφερθεί στα πολλαπλά πρόσωπα της ελληνικής γεύσης με έναν δικό της τρόπο – διακριτό μεν, που δεν επιβάλλεται δε – ένιωσα ξεκάθαρα πως όλα τα πιάτα μιλάνε φαρσί τα ελληνικά.  Και δεν ήταν λίγα αυτά που δοκίμασα. Θα αναφερθώ όμως στα τρία που ξεχώρισα: Στις γαρίδες με χούμους από αβοκάντο, πιπεριές τσίλι, φρέσκο κόλιανδρο και πράσινες ελιές - για τον orientalism τους, στο χταπόδι με τις λεμονάτες πατάτες, την αγκινάρα τουρσί, το πορτοκάλι και το νεροκάρδαμο – για την ελληνικότητα του και στο λαυράκι με κριθαρότο από άγριο μάραθο και αυγοτάραχο – το οποίο μέχρι στιγμής καταγράφηκε ως ένα από τα πιο νόστιμα instantanés του φετινού μου καλοκαιριού, παρότι το λαυράκι δεν συγκαταλέγεται, εδώ και καιρό,  στα ψάρια που αγαπώ.  Οι συνδαιτυμόνες μου, βέβαια, εξύμνησαν και το αρνάκι (ένα «χεράκι», που σερβίρεται για δυο άτομα) μαζί με μίνι πατάτες και λαχανικά που σιγοψήνεται στον φούρνο, που ήταν όντως ένα αξιολογότατο κι ελληνοπρεπέστατο φαγητό. Την ώρα του επιδορπίου παλιμπαιδίζοντας «ψήφισα» το λυτρωτικό crémeux σοκολάτας με μήλο, κάσιους  και παγωτό καραμέλας, παρότι το παρφέ αμυγδάλου με σορμπέ φράουλα, φρέσκα φρούτα,  αφρό βανίλιας και μπισκότο αμυγδάλου ήταν σαφώς πιο στιβαρό ως επιδόρπιο. Γούστα είναι αυτά.

Το σέρβις, όχι μόνο στο εστιατόριο, αλλά και σε ολόκληρο το ξενοδοχείο, αξίζει μνείας – Εννοώ πως το προσωπικό κινείτο άψογα, παρότι ήταν μόνο λίγες εβδομάδες, που λειτουργούσε το σχήμα.

Μνείας αξίζει και η λίστα των κρασιών, η οποία, αν και δεν είναι τεράστια σε έκταση, καταφέρνει να δώσει μια καλή εικόνα του νησιωτικού μας αμπελώνα, με καλά στιγμιότυπα και από τον υπόλοιπο ελληνικό, αλλά και με μερικές σημαντικές ετικέτες – σε ήσυχους και αφρώδεις οίνους – κι από τον διεθνή.

Η Κλίμακα της Βαθμολογίας