Να ξεκινήσω με μια δήλωση. Αγαπώ τον Χριστόφορο. Είμαι huge fan και καρφάκι δεν μου καίγεται αν τα σενάρια του είναι βασισμένα σε ιδέες από άλλα σήριαλ ή ταινίες, κανείς δεν ανακαλύπτει ξανά την Αμερική και εμένα μου φτάνει που το αγόρι μας χαρίζει στιγμές τηλεοπτικής ευτυχίας και ίντριγκας. Ω ναι, μου φτάνει και μου περισσεύει... Δεν έχω χάσει επεισόδιο από ότι κι αν έχει κάνει, και τον γουστάρω γιατί παρόλο που τον κράζουν μονίμως εκείνος επιμένει να μπλέκει τους ήρωες του μέσα σε σενάρια απίθανα, σε σκηνικά κοσμοπολίτικα, με μουσικές υπέροχες και μπόλικη δόση αμαρτίας, σκέφτεστε τίποτα καλύτερο δηλαδή για τις κρύες νύχτες του χειμώνα μπροστά στην τηλεόραση? Με αυτά τα δεδομένα λοιπόν, εννοείται πως έσπευσα να δω το "Αν" μόλις επέστρεψα από το Λονδίνο και μάλιστα, με δόξα και τιμή. Στην Gold Class του Village @ The Mall που είναι και η αγαπημένη μου αίθουσα στην Αθήνα.
Ξάπλωσα λοιπόν αναπαυτικά στην πολυθρόνα μου η γυναίκα και... παραλίγο να πνιγώ με το mozzarella stick μου από την πρώτη κιόλας σκηνή.. Γιατί το έργο ξεκινάει γερά και με φόρα από το πρώτο λεπτό, και ο καημένος ο πρωταγωνιστής – ο Χριστόφορος δηλαδή- μέσα σε δύο ώρες παθαίνει τα πάνδεινα. Δεν θα σας αποκαλύψω το στόρυ, να πάτε να το δείτε το «Αν» γιατί η καλύτερη γνώμη για το οτιδήποτε θα είναι πάντα η δική σας, αλλά κατά την άποψη μου το μεγαλύτερο ντεφώ του είναι αυτή η απεγνωσμένη προσπάθεια να χωρέσουν όλα όσα κανονικά θα συνέβαιναν μέσα σε 20 ωριαία επεισόδια ενός σήριαλ στα 100 περίπου λεπτά της ταινίας. Για δύο ώρες παρακολουθούμε άναυδοι τον ήρωα σε δυο παράλληλες ιστορίες να περνάει του λιναριού τα πάθη, και σαν να μην έφτανε που του πέφτει ο ουρανός στο κεφάλι εκείνου, παίρνει η μπάλα και το σκυλί του, ένα πανέμορφο λυκόσκυλο που το λένε Μοναξιά.. Δηλαδή έλεος. Α! Και για να μην το ξεχάσω, ειδικά για μένα που αποφεύγω να βλέπω έργα στα οποία υπάρχει περίπτωση να παθαίνουν κάτι κακό ζώα και παιδάκια, το «Αν» είχε και από τα δύο.. Κανονικό disaster δηλαδή...
Ο δε ρυθμός ακατάπαυστος.. Σφιχτή και γρήγορη σκηνοθεσία – σ’ αυτό το κομμάτι το αγόρι τα πήγε καλά- που σε κρατάει σε εγρήγορση αλλά ταυτόχρονα με το σενάριο να χάνει από παντού και να υπερβάλει σε βαθμό τραγικό, σε κάνει να βαριέσαι κιόλας. Θανάσιμα.. Πρέπει να κοίταξα το ρολόι μου τουλάχιστον τέσσερις φορές μέσα σε δυο ώρες και κάποια στιγμή άρχισα να αναρωτιέμαι πότε θα τελειώσει επιτέλους αυτός ο Γολγοθάς. Και είναι κρίμα γιατί η αρχική ιδέα ήταν μια χαρά. Το εύρημα με τον Αντωνάκη και την Ελενίτσα – το γνωστό ζεύγος Κοκοβίκου της πασίγνωστης ταινίας«Η δε γυνή να φοβείται τον άντρα» - ως αφηγητές να μιλάνε για τις σχέσεις και τον έρωτα ήταν πάρα πολύ έξυπνο, και η Μάρω Κοντού με τον Γιώργο Κωνσταντίνου ήταν φυσικά απολαυστικοί. Και τα επιμέρους του σεναρίου, η ιδέα της ίδιας ιστορίας ιδωμένης από δυο διαφορετικές πλευρές ανάλογα με το τι θα είχε συμβεί αν ο ήρωας είχε πάρει σε μια δεδομένη στιγμή μια διαφορετική απόφαση είναι ενδιαφέρουσα – ΟΚ, και πολυπαιγμένη- και τα περιφερειακά θέματα – η κρίση, η ανεργία, το κέντρο που ερημώνει- ήταν catchy.. Όμως στην εκτέλεση τα χαλάσαμε γιατί ο Χριστόφορος έπεσε στην παγίδα στην οποία πέφτουν πολλοί έλληνες δημιουργοί. Δεν συνεργάστηκε με έναν έμπειρο σεναριογράφο αλλά τα έκανε όλα μόνος του. Έγραψε το σενάριο, έκανε την σκηνοθεσία, κράτησε και τον κεντρικό ρόλο...Και μην έχοντας εμπειρία στο σινεμά, που είναι δύσκολο σπορ και δεν έχει μεγάλη σχέση με την τηλεόραση τελικά όπως είδαμε επί του πρακτέου, την πάτησε δυστυχώς. Ευτυχώς που η μουσική ήταν όπως πάντα υπέροχη και τουλάχιστον ακούσαμε ωραία τραγούδια.
Έτσι, τα συμπεράσματα και οι παρατηρήσεις μου επί του έργου ήταν τα εξής:
Υ.Γ. Εννοείται πως δεν διεκδικώ δάφνες κριτικού κινηματογράφου και δηλώνω και παντελώς του ελαφρού ρεπερτορίου όσο αφορά –και- στις ταινίες. Όμως έχω δικαίωμα στην γνώμη μου μια που όπως πολύ σοφά λένε... όλοι έχουν από μία.. J Και βέβαια, θα περιμένω με ανυπομονησία την επόμενη δουλειά του Χριστόφορου, ελπίζοντας όμως πως αυτή την φορά θα επιστρέψει στα γνωστά, τηλεοπτικά λημέρια..