Momix: Ινσταγκραμικό και λίγο μπερδεμένο

19 Μαρτίου 2014
Ελένη Νικολούλια
Momix cocktails Molecular Mixology Πάνος Κανελόπουλοε Άρης Χατζηαντωνίου
Σχεδόν ένα χρόνο μετά το opening του, αποφάσισα να επισκεφθώ ένα από τα πιο πολυσυζητημένα μπαρ της Αθήνας.


Πρέπει να ομολογήσω πως οι προσπάθειες εντυπωσιασμού ποτέ δεν ήταν το φόρτε μου και οι μοριακές τεχνικές στα κοκτέιλ δεν με έχουν πείσει ότι δεν έχουν τον εντυπωσιασμό ως κυριότερο σκοπό τους. Αντίθετα, ανέκαθεν τις σνόμπαρα και ειδικά όταν αυτές αποφασίζουν να μπλέξουν με έναν τομέα που σέβομαι και αγαπώ, όπως τα αποστάγματα. Πρέπει επίσης να ομολογήσω πως στο Momix άργησα σχεδόν ένα χρόνο να έρθω για τον παραπάνω λόγο. Και πως δεν ήρθα και με την πιο ευχάριστη διάθεση. Ήμουν με απλά λόγια αρκετά προκατειλημμένη για ένα αποτέλεσμα που θα μπορούσε ακόμη και να με εκνευρίσει. Ε λοιπόν κάπου εδώ πρέπει να έρθει και μια τρίτη εξομολόγηση: Τα πράγματα εδώ δεν είναι τόσο αρνητικά όσο τα σκεφτόμουν. Ερασιτεχνικά ναι, σε καμία όμως περίπτωση άσχημα και σίγουρα όχι εκνευριστικά.

Κυριακή απόγευμα λοιπόν και αφού είχα κάνει αρκετές βόλτες στην πόλη αποφάσισα να δώσω την ευκαιρία στο Momix που δίπλα του φέρει τον (όχι και τόσο) διακριτικό τίτλο “Molecular Mixology” να μου δείξει την δουλειά του.Έφτασα ως το Γκάζι, μπήκα σε έναν industrial και αρκετά σκοτεινό χώρο και κατευθύνθηκα προς το μπαρ όπου συνάντησα τον Πάνο Κανελλόπουλο. Υπό κανονικές συνθήκες, όπως ενημερώθηκα, πίσω από το μπαρ του βρίσκεται ο άνθρωπος που ουσιαστικά είχε όλη την ιδέα για την δημιουργία των δύο πλέον Momix (μιας και το concept του φαίνεται να έχει συγκινήσει τόσο που εκτός από το Γκάζι, πρόσφατα δημιουργήθηκε και στην Γλυφάδα), ο Άρης Χατζηαντωνίου.


Μ` αυτά και μ` αυτά ο κατάλογος έρχεται μπροστά μου, είναι σε σχήμα κύβου και αναγράφει όχι και τόσο αναλυτικά όσο θα περίμενα τις προτάσεις σε cocktail που δεν θα πω μοριακά, αλλά που ίσως να θέλουν να φλερτάρουν με τα μοριακά στοιχεία. Τα “ζελεδοποιημένα cocktail” είναι η πρώτη κατηγορία και πρόκειται ουσιαστικά για μια διαδραστική διαδικασία στην οποία άλλοτε τρως, άλλοτε πίνεις, άλλοτε κάνεις και τα δύο. Ακολουθούν τα “Momix Senses”, τα φτιαγμένα με κλασικό τρόπο δηλαδή cocktail στα οποία κάπου-κάπου υπάρχει και ένα παιχνίδισμα με ξηρό πάγο, και συνέχεια έχουν τα “on a plate” τα οποία σερβίρονται σε πιάτο και περιλαμβάνουν ένα “κανονικό” cocktail το οποίο συνοδεύεται είτε με μια πάστα λεμονιού, είτε με σιρόπι καραμέλας. Υπάρχουν και cocktail με βάση το κρασί αλλά για να είμαι ειλικρινής δεν θέλησα να μπω στην διαδικασία να παρατηρήσω το οποιοδήποτε από αυτά να αφρίζει και να βγάζει ατμούς μπροστά μου, ενώ στο τέλος έρχονται τα “highlights” τα οποία όπως μου τονίστηκε είναι τελικά και αυτά που έχουν τα “στοιχεία μοριακών τεχνικών”. Όπως ήταν λογικό αποφάσισα να ξεκινήσω από αυτά. Και όπως ήταν επίσης λογικό είχε έρθει η ώρα για να καλύψω τις -πολλές- απορίες μου. Διάλεξα μια πάναπλη συνταγή απλώς για να καταλάβω τι γίνεται και ζήτησα να μου εξηγηθεί βήμα προς βήμα η διαδικασία παρασκευής του.

Το “smurfs in a bubble” λοιπόν, το οποίο όπως ενημερώθηκα αποτελεί ένα από τα πιο δημοφιλή cocktail του Momix σερβίρεται σε ένα φλουτ ποτήρι στο οποίο μπαίνει αφού έχει περάσει από shaker ένα μείγμα από βότκα, triple sec, lime και βανίλια. Η απλή συνταγή αποκτά την “τσαχπινιά” της λοιπόν από ένα σπιτικό λικέρ από νεράντζι το οποίο παρουσιάζεται σε απόχρωση μπλε μαρέν και άρα μάλλον δεν είναι και τόσο “νεράτζι” αν και γευστικά είχε την πίκρα του εντονότατη. Το μπλε μαρέν υγρό λοιπόν μπαίνει επί τόπου από ένα bar spoon σε ένα άλλο πράσινο υγρό στο οποίο υπάρχουν πηκτικές ουσίες και μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα έχει γίνει σφαίρα. Τρεις για την ακρίβεια οι οποίες στην συνέχεια μπαίνουν στο φλουτ μαζί με το υπόλοιπο cocktail. Στο τέλος, μπαίνει και ένα μικρό κομμάτι ξηρού πάγου, και ενώ το εφέ συναντά την χημεία, το ποτό τελικά μου σερβίρεται. Το να σταθώ στην γεύση του δεν χρειάζεται, άλλωστε είπαμε βότκα με lime, βανίλια και triple sec έπινα, ωστόσο για να δώσω ένα αστεράκι, μπορώ να πω πως είχε πλάκα το να παρατηρείς την απλή αυτή  “σφαιροποίηση” να συμβαίνει μπροστά σου και άρα μπόρεσα άμεσα να καταλάβω και το φωτογραφικό buzz που έχει γίνει στο συγκεκριμένο μαγαζί και το γεγονός ότι οι νεαρές κυρίως ηλικίες ενθουσιάζονται -υπερβολικά- με το concept του.

Άλλωστε, για να λέμε και τα πράγματα με το όνομά τους, όταν οι περισσότεροι από εμάς άρχισαν να πίνουν περνούσαν τα βράδια τους με μια “βότκα λεμόνι”, με ένα “ουίσκι κόκα κόλα” ή άντε στην καλύτερη με ένα “cuba libre” που ειδικά στην γενιά μου ήταν πολύ δημοφιλές στα μπαρ. Με απλά λόγια, μπορώ να να καταλάβω πλήρως γιατί γύρω μου είχα τόσα 20χρονα που τρελαίνονταν με αυτό που παρατηρούσαν (και που το πλήρωναν τελικά και 10 και 12, και 14 ευρώ).

Συνέχεια λοιπόν είχε ένα ακόμη δημοφιλές “cocktail”, το Zombie, το οποίο επέλεξα από την κατηγορία εκείνων που σερβίρονται σε πιάτο. Η ιδέα του να τρώω ένα cocktail ήδη είχε αρχίσει να μου δημιουργεί κι άλλες απορίες ωστόσο αποφάσισα και πάλι να δω και να μάθω βήμα προς βήμα την διαδικασία του βρώσιμου πλέον Tiki. Το Zombie Molecular, λοιπόν, στον κατάλογο παρουσιάζεται ως ένα “ζελεδοποιημένο cocktail με βάση τα εκχυλίσματα από παλαιωμένο ρούμι, γεύσεις από πικραμύγδαλο, κανέλα, ρόδι και νεράτζι, αρωματισμένο από αψέντι και δυόσμο”. Τι σημαίνει αυτό στην πράξη; ένα σελοφάν με ένα ζελεδοποιημένο μείγμα ανοίγει και το περιεχόμενό του τοποθετείται πάνω στο πιάτο. Δίπλα του τοποθετούνται 3 λεπτές φέτες πορτοκαλιού ενώ τόσο πάνω από το πορτοκάλι όσο και πάνω από το ζελέ-cocktail μπαίνει άσπρη ζάχαρη η οποία φλέγεται και καραμελώνεται επί τόπου. Στην μέση του ζελέ-cocktail τοποθετείται ένα μικρό ματσάκι δυόσμου και όλο αυτό στο τέλος ραίνεται από το μπλε λικέρ νεραντζιού και το κόκκινο λικέρ ροδιού (για το δεύτερο δεν είμαι σίγουρη). Πριν το δοκιμάσω είχα ήδη δημιουργήσει την άποψή μου για το Momix:

Ήμουν σε ένα μαγαζί το οποίο είχε μια έξυπνη ιδέα να προσφέρει στο ευρύ κοινό εντυπωσιακά σερβιρίσματα με απλές γεύσεις. Ένιωσα μάλιστα ευχαριστημένη που τα “μοριακά” στοιχεία περιορίζονται στον ξηρό πάγο και τις πηκτικές ουσίες που δημιουργούν απλώς μικρές ή μεγάλες σφαίρες, ωστόσο δεν μπορώ να κρύψω την επιθυμία μου η όλη προσπάθεια να γινόταν λίγο πιο προσεκτικά ώστε να μπορέσει να κλέψει το χαμόγελο και του κλασικού λάτρη των μπαρ που θέλει να λέγεται ανοιχτόμυαλος.

Με απλά λόγια αυτό σημαίνει πως δεν είχα πρόβλημα με το ζελέ-cocktail. Είχα πρόβλημα με το σελοφάν που βγήκε από το ψυγείο και που τόσο ερασιτεχνικά χύθηκε στο πιάτο. Είχα πρόβλημα με τα μπλε και κόκκινα λικέρ που σε συνδυασμό με τον όχι και τόσο φρέσκο δυόσμο στόλισαν αποτυχημένα το πιάτο μου, και για να μην αδικώ το αποτέλεσμα... δεν είχα κανένα πρόβλημα με την γεύση που τελικά είχε το τύπου zombie που τρεμόπαιζε μπροστά μου.

Για να επανέλθω, η πρώτη μου μπουκιά οδήγησε σε ένα ευχάριστο παιχνίδισμα στην γλώσσα. Το αλκοόλ όσο κι αν δεν το περίμενα ήταν εκεί, και το μόνο που με ξένισε ήταν μάλλον μια έντονη πίκρα που δεν μπορούσα να καταλάβω από που προέρχεται. Από την στιγμή ωστόσο που όπως ενημερώθηκα το συγκεκριμένο zombie ήταν η “κλασική” τους συνταγή και στο απλό ποτό στο οποίο απλώς είχαν προστεθεί οι πηκτικές ουσίες, η επόμενη παραγγελία μου ήταν ένα “απλό” zombie ώστε να μπορέσω να καταλάβω κατά πόσο τελικά η ζελεδοποιημένη του εκδοχή διαφέρει, και κυρίως σε τι. Και για να μην μακρηγορώ δεν διαφέρει καθόλου. Το χρώμα είναι ίδιο, το blend από τα ρούμια εξίσου αισθητό, η πικρή λεπτομέρεια ακόμα παρούσα (αν και ακόμα δεν έχω καταλάβει από που προερχόταν) και με απλά λόγια... τουλάχιστον ότι πιούμε, στο Momix θα το φάμε κιόλας κάτι που -γιατί όχι;- είναι ενθαρρυντικό.

Από εκεί και πέρα, δεν μπορώ να παραβλέψω το γεγονός ότι όλες οι παραπάνω προτάσεις σερβιρίστηκαν μαζί με ένα μπολάκι από φιστίκια, κάτι που σαφώς βρήκα εξαιρετικά άστοχο, ενώ αξίζει να σημειώσω πως στο διπλανό πόστο ο bartender κάπνιζε σε μια καράφα ένα κλασικό negroni, σερβιρισμένο κλασικά σε ένα old fashioned ποτήρι, και παρουσιασμένο αν όχι δυσανάλογα, τουλάχιστον “ανατρεπτικά” μέσα σε ένα περιβάλλον που θέλει να φέρνει σε κάτι από χημείο, σε κάτι από industrial, σε κάτι από urban.

Αποχωρώντας ένα αγόρι 19 ετών μου είπε πως έρχεται συνέχεια εδώ και πως είναι “το πιο super bar της Αθήνας”. Μπορώ να καταλάβω με κάθε βεβαιότητα τι ακριβώς εννοεί. Και για να μην του το χαλάσω του απάντησα επίσης με κάθε ειλικρίνεια πως και εγώ στην δική σου φάση το ίδιο ακριβώς θα έλεγα.