Δεν είναι εστιατόριο, είναι έπαθλο

21 Μαρτίου 2012
Βίβιαν Ευθυμιοπούλου
γαστρονομία γαστρολογία

Λένε πως η Ελίζαμπεθ Τέιλορ στην πορεία κάθε δίαιτας (ή αποτοξίνωσης) επιβράβευε τον εαυτό της αγοράζοντάς  κοσμήματα. Πρόκειται για την επιβράβευση που κατέχει σημαντική θέση σε όλες τις μπιχεβιοριστικές θεωρίες που σχετίζονται με τον έλεγχο της συμπεριφοράς (πλην των συνηθειών στο φαγητό αλλά για αυτό θα μιλήσουμε άλλη φορά... )

Αυτές ακριβώς τις θεωρίες είναι που πίστεψα κι εγώ όταν μου έκοψαν βιαίως το τσιγάρο και τα λίγα πούρα- που να ομολογήσω ότι κάπνιζα, πάντα “εντός των τειχών” και σε τραπέζια σε σπίτια με φίλους- κι έτσι, άρχισα να μαζεύω τα χρήματα που ξόδευα για τσιγάρα σ’ ένα κουμπαρά. Τα χρήματα μαζεύονται εδώ κι ενάμιση χρόνο. Το ποσό δεν είναι τελικά ευκαταφρόνητο, με την έννοια ότι κάπνιζα ενάμισι πακέτο τσιγάρα προς 3,20 Ε το πακέτο και σ’ αυτό προσθέτω και τα 3-4 Davidoff (No4 Grand Cru κατά προτίμηση, γιατί δεν θέλω να δίνω λεφτά στη χουντο-Κούβα του Κάστρο, τί θέλετε τώρα;! ), όλα αυτά μας κάνουν πάνω από 100Ε το μήνα.

Επειδή το τσιγάρο μου το έκοψαν και δεν το έκοψα, τα χρήματα αυτά δεν τα έκανα ποτέ ιδιαιτέρως κέφι γιαυτό και δεν τα άγγιξα αν και ακόμα και σήμερα, κάθε πρωί, “καταθέτω” το 3,50 (πλέον) των τσιγάρων που δεν καπνίζω στο κουμπαρά.

Tην “Αffaire κουμπαράς” τη θυμήθηκα την ημέρα που ανακοινώθηκαν τα νέα entries της Αθήνας στον οδηγό Michelin και συζητώντας έντονα (όπως πάντα)  με τον alexandrosmlx για τις τιμές των εστιατορίων και για το αν είναι “πεταμένα λεφτά”.

Δεν έχω παιδιά αλλά αν είχα είναι σίγουρο ότι θα έκοβα το κεφάλι μου για να είμαι σε θέση να τους προσφέρω δυο πράγματα: διδασκαλία ξένων γλωσσών και τακτικές (αν όχι συχνές) επισκέψεις σε εστιατόρια της λεγόμενης “υψηλής γαστρονομίας”. Γνωρίζω ότι στην Ελλάδα η κουλτούρα του εστιατορίου υψηλής γαστρονομίας έχει εκχυδαϊστεί στον ύψιστο βαθμό. Και έχει εκχυδαϊστεί με τρόπο που ανάλογο βρίσκω μόνο στους θρύλους για τους λεφτάδες των 90s και ‘00s που φημολογείται πως πήγαιναν στα μπουζούκια και έκαιγαν το ουίσκι. Δυστυχώς, τίποτα δεν έχει ταυτιστεί τόσο με το συβαριτισμό και την προσβλητική για το γούστο επίδειξη χλιδής, όσο το “καλό εστιατόριο”.

Κι όμως. Ακόμα και στην περίοδο που η χυδαιότητα ήταν το τρεντ, το εστιατόριο παρέμεινε η πιο συμπαγής, συστηματική και εύληπτη μορφή κουλτούρας. Μιας κουλτούρας που προσφέρει την πιο πειστική εναλλακτική πρόταση στο ένστικτο το οποίο το τοποθετεί σε άλλες σφαίρες τιθασεύοντάς το στις επιταγές του κανόνα και της τεχνικής.

Ναι. Το να σκεφτείς τί θα φας, με ποιο κρασί θα το συνοδεύσεις, να έχεις το σωστό πιάτο και το σωστό, κάθε φορά, ποτήρι είναι πολιτισμός. Το να τρως σύμφωνα με τους κανόνες του σαβουάρ βιβρ (είμαι θιασώτης του σαβουάρ βιβρ, να με συγχωρέσετε για αυτό) συνιστά μια εκλέπτυνση που ξεφεύγει από ασαφή θεωρητικά σχήματα, διατηρώντας όμως ατόφια την πνευματικότητά της.

Στο εστιατόριο “προβάρουμε” την κοινωνία που θέλουμε κάποτε ν’ αποκτήσουμε, την συγκροτημένη (αλλά ουχί αποστειρωμένη) καθημερινότητα. Στο εστιατόριο προβάρουμε τον καλύτερό μας εαυτό, όπως τον φαντάζεται ο καθένας μας!

Βρήκα λοιπόν τί θα κάνω με τα χρήματα του κουμπαρά: μια φορά το μήνα θα πηγαίνω σ’ ένα “αστεράτο” εστιατόριο, ακόμα και μόνος για να ικανοποιώ τις αισθήσεις μου με τους όρους που επιλέγω αλλά κυρίως για να μην ξεχάσω την καθημερινότητα στην οποία θέλω κάποια στιγμή να ζω αλλά όταν θα σπάσω τον κουμπαρά, θα πάρω μαζί και τον Αλέξανδρο. Αν όλα τα τσιγάρα που δεν κάπνισα (αχ...) γίνουν μπουκιές, τότε φτάνουν και για τους δύο κι όχι μόνο.

*Βορβορυγμός είναι το γουργούρισμα του στομαχιού