Διεθνείς και γηγενείς ποικιλίες αμπέλου

25 Ιουλίου 2012
Ντίνος Στεργίδης

Ο ελληνικός αμπελώνας έχει δικαίωμα να αποδείξει την αξία του και μέσα από τις διεθνείς ποικιλίες αμπέλου, σε αντίθεση με όσα λένε πολλοί ξένοι γευσιγνώστες που αντιμετωπίζουν τα ελληνικά κρασιά από διεθνείς ποικιλίες συγκαταβατικά.

Ο Mark Squires είναι δημοσιογράφος οίνου και συνεργάτης του Robert Parker στο Wine Advocate. Έχει «υπό την εποπτεία του» την Πορτογαλία, τη Ρουμανία, τη Βουλγαρία, τον Λίβανο, την Κύπρο και την Ελλάδα. Παρακολουθεί τα κρασιά των χωρών αυτών, τα δοκιμάζει και τα βαθμολογεί. Ο κ. Σκουάιρς έχει έρθει στην Ελλάδα 2-3 φορές, ειδάλλως δοκιμάζει όσα ελληνικά κρασιά διανέμονται στις ΗΠΑ μέσω εισαγωγέων.

Ο κ. Σκουάιρς δείχνει να αγαπά το ελληνικό κρασί και γράφει γι’ αυτό με σεβασμό. Ωστόσο, δυσκολεύεται να του δώσει βαθμούς πάνω από 90/100 και οι βαθμοί αυτοί δεν αφορούν παρά σπανίως ελληνικά κρασιά από διεθνείς ποικιλίες. Την εύνοιά του έχουν καταρχάς τα κρασιά της Σαντορίνης και μετά της Νάουσας, τα μοσχοφίλερα, κάποιες μαλαγουζιές, μερικές Νεμέες...

Σε πρόσφατο δημοσίευμά του, ο κ. Σκουάιρς αναφέρεται συγκεκριμένα στα ελληνικά κρασιά από διεθνείς ποικιλίες (π.χ. καμπερνέ σοβινιόν, σιρά, σοβινιόν μπλαν, σαρντονέ κ.λπ), για τα οποία εκφράζει αμφιβολίες ως προς τον λόγο ύπαρξής τους. Όπως πολλοί άλλοι, αρνείται να τους δώσει υψηλές βαθμολογίες.

Δεν είναι ο πρώτος. Όλοι σχεδόν οι «ξένοι» μάς λένε πως το μέλλον του ελληνικού κρασιού θα παιχτεί με τις γηγενείς, αυτόχθονες ποικιλίες αμπέλου και πως σ’ αυτές πρέπει να επενδύσουμε. Τους ευχαριστούμε για την υπόδειξη, αλλά είναι κάτι που το γνωρίζουμε ήδη. Το γνωρίζουμε τόσο καλά, που ολόκληρη η οινική νομοθεσία της χώρας, η οποία σχεδιάστηκε από τα μέσα της δεκαετίας του ’60 έως τα τέλη της δεκαετίας του ’70 ― περίοδος κατά την οποία καθορίστηκαν οι ελεγχόμενες ονομασίες προέλευσης ― είναι χτισμένη επάνω σε αυτήν την παραδοχή. Επιπλέον, ήδη από την εποχή εκείνη είχαν γίνει μελέτες από τα Ινστιτούτα Οίνου και Αμπέλου για την καλλιέργεια των ξένων ποικιλιών σε διάφορα σημεία της χώρας. Άρα, υπήρχε και υπάρχει η γνώση για τη σωστή «ποικιλιακή σύνθεση» του ελληνικού αμπελώνα, γνώση που εμπλουτίζεται συνεχώς.

Είναι ένας από τους λόγους που ποτέ άλλοτε η Ελλάδα δεν έβγαζε τόσα καλά κρασιά από ελληνικές, αλλά και διεθνείς ποικιλίες.

Η καλλιέργεια στη χώρα μας, μιας σειράς διεθνών ποικιλιών και η παραγωγή από αυτές κορυφαίων κρασιών είναι κατά την άποψή μου επιβεβλημένη ― ό,τι κι αν λέει ο κ. Σκουάιρς και άλλοι ειδικοί. Σε μια παγκοσμιοποιημένη αγορά, όπου το μέτρο σύγκρισης είτε μας αρέσει είτε όχι, είναι ακριβώς αυτές οι ποικιλίες, οι έλληνες παραγωγοί πρέπει να μπορούν να διαγωνιστούν και σε αυτό το γήπεδο για να αποδείξουν την αξία τους αλλά και την αξία του τερουάρ τους. Διότι είναι άλλη η αξία ενός καλλιτέχνη που κατορθώνει να κάνει όνομα στη Νέα Υόρκη και άλλη η αξία εκείνου που κάνει όνομα στην Αθήνα.

Ασφαλώς ο ανταγωνισμός μεταξύ των οίνων από διεθνείς ποικιλίες είναι τεράστιος και κινείται σε εντελώς άλλο επίπεδο εκείνου όπου κινούνται (προς το παρόν τουλάχιστον) τα κρασιά από γηγενείς ποικιλίες. Όμως, οι εδαφοκλιματολογικές συνθήκες της χώρας, σε συνδυασμό με την τεχνογνωσία και τη φιλοδοξία των οινοπαραγωγών μας, μπορούν να αναδείξουν ελληνικά κρασιά από διεθνείς ποικιλίες που να είναι πανάκριβα και περιζήτητα. Κρασιά που θα μπορούσαν (στο απώτερο μέλλον!) να αντιμετωπίσουν ένα προς ένα τα πιο ακριβά κρασιά της υφηλίου. Κάτι τέτοιο θα έδινε απίστευτο κύρος στον ελληνικό αμπελώνα και θα ανέβαζε, τιμολογιακά, όλο το ελληνικό κρασί προς τα επάνω.

Το ζήτημα δεν είναι ποιο μεταξύ των κρασιών από διεθνείς ή γηγενείς ποικιλίες είναι το «καλύτερο», αλλά η ανάδειξη του ελληνικού τερουάρ και με τις δύο. Όταν έχεις μια χώρα πλασμένη λες κατά παραγγελία για την αμπελοκαλλιέργεια θα ήταν τρέλα να μη φυτέψεις και τις ποικιλίες εκείνες που έχουν τη μεγαλύτερη διεθνή ζήτηση. Δηλαδή, εάν αύριο η Ελλάδα βγάλει καμπερνέ εφάμιλλα της Napa Valley (όπου η φιάλη των 100$ είναι ο κανόνας), τι θα πρέπει να κάνουμε, να τα απορρίψουμε επειδή δεν αρέσουν ως ιδέα σε μερικούς; Επίσης, δεν πρέπει να ξεχνάμε την εγχώρια αγορά η οποία διψάει για τέτοιου είδους κρασιά, η απουσία των οποίων θα καλυπτόταν από εισαγωγές.

Το σχόλιο αυτό δεν πηγάζει μόνο από τις πρόσφατες βαθμολογίες του κ. Σκουάιρς, οι απόψεις του οποίου περί Νεμέας (δεν πιστεύει στις Νεμέες παλαίωσης) ήδη μου είχαν προκαλέσει μια αρνητική προδιάθεση· ούτε από τις βαθμολογίες του, οι οποίες κατά την άποψή μου δείχνουν κάποιες εμμονές (Όβηλος λευκός ’09, 89/100 και Μαλαγουζιά Μάτσα ’11, 90/100;)… Πηγάζει και από το γεγονός ότι ως χώρα των άκρων και της ιδεοληψίας, μοιάζουμε έτοιμοι, εμείς οι ίδιοι, να αναδείξουμε σε κορυφαίο κρασί ο,τιδήποτε παράγεται με αφετηρία κάποια ξεχασμένη γηγενή ποικιλία και, αντιστοίχως, να απορρίψουμε ελληνικά κρασιά από «ξένες» ποικιλίες κι ας έχουν ήδη έχουν αποδείξει την αξία τους.