Μεθυμναίος Οίνος, το κρασί της Λέσβου

15 Νοεμβρίου 2012
Ντίνος Στεργίδης

Ο Γιάννης Λάμπρου παράγει τον Μεθυμναίο Οίνο στα Χύδηρα της Λέσβου και παλεύει να εδραιώσει το κρασί του στην αγορά της Αθήνας, απευθυνόμενος σε ένα μικρό ποσοστό οινόφιλων που αναζητούν κάτι ξεχωριστό.

Πίσω από κάθε ενδιαφέρον κρασί κρύβεται ένα αμπελοτόπι, ωστόσο αυτό δεν σημαίνει πως κάθε αμπελοτόπι παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον επισκέπτη.  Τις περισσότερες φορές η μια πλαγιά μοιάζει με την άλλη, τα «αμμοαργιλώδη» εδάφη διαδέχονται με βαρετή βεβαιότητα τα «αργιλοπηλώδη» και οι πέτρες μοιάζουν με… πέτρες. Γι’ αυτό, όταν τυγχάνει και βρεθούμε σ’ έναν αμπελώνα που είναι πραγματικά διαφορετικός ως προς την εδαφική του σύσταση, κοντοστεκόμαστε, με κομμένη πολλές φορές την ανάσα, από την ομορφιά και τη γεωλογική ιδιαιτερότητα που αντικρύζουμε.

Η πιο γνωστή τέτοια περίπτωση είναι, φυσικά, η Σαντορίνη ωστόσο δεν είναι η μόνη. Το εκπληκτικό αμπελοτόπι «Μελισσόπετρα» του Γιάννη Τσέλεπου,  ουσιαστικά ένας ολόκληρος λόφος σαθρού κιτρινωπού σχιστόλιθου, ήταν προορισμένος να φιλοξενήσει την ποικιλία γκεβίρτστραμινερ. Τα γεμάτα απολιθωμένα κοχύλια χώματα στο Κτήμα Γεροβασιλείου είναι λες και βγήκαν χθες από τη θάλασσα, ενώ ρεκόρ «παραξενιάς» σίγουρα πρέπει να κατέχει ο αμπελώνας του Αλέξανδρου Αβατάγγελου στον Βώλακα της Τήνου, όπου τα πρέμνα αναπτύσσονται ανάμεσα σε τεράστιους σφαιρικούς γρανιτένιους ογκόλιθους που παραπέμπουν σε δημιουργήματα εξωγήινων.

Λιγότερο γνωστή, καθότι σε μέρος μακρινό και απόμερο, είναι η περίπτωση του αμπελώνα  της οικογένειας Λάμπρου στα Χύδηρα της Λέσβου. Αν ποτέ υπήρχε αμπελώνας που μοιάζει να έχει φυτευτεί μέσα σε ορυχείο (ανοιχτού τύπου) είναι αυτός! Εδώ, τα μοναδικά πετρώματα της περιοχής, με υψηλή περιεκτικότητα σε θειάφι και θειικό χαλκό, πλαισιώνουν τον αμπελώνα δημιουργώντας μια αλλόκοτη ατμόσφαιρα που προκαλεί τις αισθήσεις, αφού οι βράχοι είναι κατακίτρινοι, γεμάτοι με κρυστάλλους γύψου και, επιπλέον, μυρίζουν θειάφι.

Όπως είναι αναμενόμενο, το κρασί που παράγει ο αμπελώνας Λάμπρου έχει έντονα ορυκτώδη στοιχεία και εξαιρετική φινέτσα. Ο «Μεθυμναίος Οίνος», λευκός και ερυθρός, ΠΓΕ Λέσβος, παράγεται από μια άγνωστη στο πανελλήνιο, τοπική ποικιλία, το χυδηριώτικο.  Ο οινοποιός Γιάννης Λάμπρου ισχυρίζεται πως πρόκειται για μια ξεχωριστή και μοναδική ποικιλία που συναντάται μόνο στο σημείο αυτό, γύρω από το χωριό Χύδηρα. Η περιπετειώδης ιστορία του νησιού που περιλαμβάνει τη σταδιακή εγκατάλειψη της αμπελοκαλλιέργειας από τους κατοίκους του, προς όφελος της παραγωγής ούζου, καθιστά εξαιρετικά δύσκολη την παρακολούθηση της εξέλιξης του λεσβιακού αμπελώνα. Για να το πούμε διαφορετικά, όταν ο Δημήτρης Λάμπρου, πατέρας του Γιάννη, αποφάσισε να δημιουργήσει οινοποιείο στα Χύδηρα το 1985, είχε μπροστά του μια ποικιλία δίχως όνομα («κρασοστάφυλο» το έλεγαν οι ντόπιοι) και αυτό φύτεψε και οινοποίησε. Τώρα αν είναι πραγματικά μοναδική ή κλώνος κάποιας άλλης, θα το δείξει κάποια στιγμή η επιστημονική έρευνα.

Τα πρώτα δείγματα του Μεθυμναίου Οίνου, μέχρι την εσοδεία του 2004, είχαν έντονα ρουστίκ στοιχεία, με άγαρμπες, τραχιές ταννίνες, αρώματα φυτικά και ζωικά μαζί, και χρώμα ανοιχτό κόκκινο-ρουμπινί. Από το 2004 και ύστερα η φιλοσοφία της οινοποίησης αλλάζει, με την εφαρμογή προζυμωτικών εκχυλίσεων, πιο παρατεταμένης ζύμωσης (και σε πιο χαμηλές θερμοκρασίες) και μείωση του χρόνου παραμονής στο βαρέλι. Το αποτέλεσμα είναι ένα κρασί πιο σύγχρονο και πιο ευκολόπιοτο, πιο ελκυστικό και με μεγαλύτερες δυνατότητες να ταιριάξει γευστικά στο τραπέζι. Ωστόσο, πρέπει να πω, πως πρόσφατα μου δόθηκε η ευκαιρία να δοκιμάσω παλιές φιάλες Μεθυμναίου και έμεινα εντυπωσιασμένος από τη θετική εξέλιξη κάποιων φιαλών, όπως το 1997 (15 ετών!), το 2001 και το 2004. Τα κρασιά αυτά είχαν μια αναπάντεχη φρεσκάδα,  ήταν τραγανά και ξεκούραστα, με συναρπαστικά αρώματα μπαχαρικών, λουλουδιών και δέρματος στη μύτη και στο στόμα. Η διαφορά της εσοδείας-ορόσημο 2004 σε σχέση με τις προηγούμενες είναι εμφανέστατη, με ένα κρασί πιο φρουτώδες και εντυπωσιακό που αναδεικνύει πολύ όμορφα τον ορυκτώδη χαρακτήρα του τερουάρ, αρμονικά και ισορροπημένα.

Οι πιο πρόσφατες εσοδείες του ερυθρού Μεθυμναίου, 2010 και 2011, είναι σίγουρα οι καλύτερες μέχρι σήμερα, με πανέμορφα λαμπερά κόκκινα-γκρενά χρώματα, φρουτώδη χαρακτήρα, με ταννίνες έντονες, καθαρές και βελούδινες σε ένα στυλ «μεσογειακής Βουργουνδίας», όπου το φρεσκοτριμμένο πιπέρι παντρεύεται με αρώματα σχίνου και άφθονες ορυκτώδεις νότες. Μιλάμε για κρασιά που δίνουν την αίσθηση της ελαφρύτητας, παρά το γεγονός ότι είναι αρκετά υψηλόβαθμα (13,5°-14°) και δεν σε κουράζουν όταν τα πίνεις. Εκτιμώ πως επιδέχονται παλαίωση, με την έννοια πως θα βελτιωθούν με το πέρασμα του χρόνου, αναπτύσσοντας νέα, πιο πολύπλοκα αρώματα δίχως να απογυμνώνονται γευστικά.

Ωστόσο, η μεγάλη έκπληξη είναι το Μεθυμναίος λευκό, από την ίδια ποικιλία, σε οινοποίηση blanc de noir. Το 2011, στους 13,50°, με μύτη τσακμακόπετρας και πλούσιο, ορυκτώδες στόμα, είναι ένα ενδιαφέρον κρασί με όγκο, σύσταση και πυκνότητα. Δίχως να έχει περάσει από βαρέλι διαθέτει το σώμα μιας καλής Σαντορίνης, με την οποία έχει κοινά χαρακτηριστικά. Κρίμα που παράγεται σε τόσο μικρές ποσότητες, αφού το σύνολο της παραγωγής του Μεθυμναίου (ερυθρά και λευκά μαζί), δεν ξεπερνούν τις 20.000 φιάλες.

Θα βρείτε τον Μεθυμναίο σε καλές κάβες για λιγότερο από 10€, ενώ μπορείτε να τον δοκιμάσετε και στο συμπαθητικό wine bar «Wine Point», δίπλα στο μουσείο της Ακρόπολης.