Ροζέ: το κρασί της αδελφής σου

05 Ιουνίου 2013
Ντίνος Στεργίδης

Είναι η εποχή που όλα τα περιοδικά του βορείου ημισφαιρίου δημοσιεύουν το ετήσιο, καθιερωμένο τους άρθρο για τα ροζέ κρασιά. How boring! Το «παρεξηγημένο κρασί», σύμφωνα με το επίσης καθιερωμένο κλισέ. Είναι αλήθεια έτσι;

Είναι ένα από τα μυστήρια της ελληνικής οινικής αγοράς: γιατί η κατανάλωση των ροζέ κρασιών είναι τόσο περιορισμένη, ενώ αυτά (τα καημένα) είναι τόσο ταιριαστά με την κουζίνα μας και με τον τρόπο ζωής μας; Είναι αλήθεια πως στο παρελθόν (δηλαδή πριν από 25-30 χρόνια) τα ελληνικά ροζέ κρασιά δεν ήταν καθόλου, μα καθόλου καλά. Ωστόσο, οι εποχές έχουν αλλάξει εδώ και καιρό. Τα τελευταία χρόνια η ποιότητα των ελληνικών ροζέ οίνων έχει απογειωθεί και πολλά είναι παγκοσμίου κλάσης, δίχως υπερβολή καμία.

Οι ερυθρωποί οίνοι ― όπως είναι η επίσημη ονομασία τους ― ταιριάζουν άριστα με την κουζίνα μας, αλλά και με τον τρόπο που συχνά τρώμε στην Ελλάδα, με τις χίλιες-δυο διαφορετικές γεύσεις να βρίσκονται ταυτόχρονα επάνω στο τραπέζι. Επίσης, το κλίμα μας, με τόσους μήνες ζέστη, καθιστά ιδανική επιλογή το ροζέ κρασί το οποίο, ενώ ξεδιψά, κατορθώνει ταυτόχρονα να είναι μεστό και γεμάτο ― όταν θέλουμε κάτι περισσότερο από λευκό κρασί.

Το αστείο με το ροζέ κρασί ― και ίσως εκεί να έγκειται και το πρόβλημά του ― είναι πως είναι το μόνο κρασί που δεν έχει επίσημο ορισμό: ροζέ είναι ότι δεν είναι λευκό ή ερυθρό και ροζέ είναι ότι έχει χρώμα... ροζέ! Ο ορισμός της... αοριστίας. Αυτό δίνει μεγάλη ευχέρεια στους παραγωγούς να αποκαλέσουν «ροζέ», κρασιά διαφόρων ειδών, συχνά πολύ διαφορετικά μεταξύ τους, με αποτέλεσμα ο καταναλωτής που δεν γνωρίζει απαραιτήτως τα ενδότερα της οινολογίας δικαίως να θεωρεί πως έχει να κάνει με έναν τύπο κρασιού «άρτσι μπούρτσι και λουλάς».

Έτσι, η φήμη που κατατρέχει τα ροζέ κρασιά (και όχι  μόνο στην Ελλάδα, για να είμαστε δίκαιοι), είναι εκείνη του κρασιού που, αφενός μεν δεν ξέρει τι είναι και αφετέρου δεν ξέρει σε ποιους απευθύνεται. Με άλλα λόγια, μισή εμπειρία. Όπως έλεγε με κάθε ευκαιρία ο συγχωρεμένος οινοχόος Μάρκ Ντέιβις, «το να πίνεις ροζέ κρασί είναι σαν να φιλάς την αδελφή σου». Δεν ξέρω τι ακριβώς εννοούσε, αλλά η Δελφική διατύπωση συλλαμβάνει άριστα τη σύγχυση που επικρατεί γύρω από το ροζέ κρασί!

Ένα πράγμα είναι βέβαιο: το χρώμα ενός ροζέ κρασιού πρέπει να είναι απόλυτα ελκυστικό, είτε είναι ανοιχτόχρωμο είτε όχι. Και όταν λέμε ελκυστικό εννοούμε να είναι λαμπερό σαν πολύτιμη πέτρα. Η γκάμα των χρωμάτων είναι τεράστια· από τα ανοιχτόχρωμα ροζέ της Προβηγκίας (πολλά από τα οποία είναι τόσο γκρι που στην Ελλάδα θα περνούσαν για λευκά), με αποχρώσεις «σολομού» μέχρι τα σκουρόχρωμα της Ισπανίας, όπου το ροζ-βαθύ ρουμπινί είναι ο κανόνας, με όλα τα ενδιάμεσα χρώματα του ροζ (από λειρί του κόκορα μέχρι φλούδα κρεμμυδιού!), τα ροζέ κρασιά είναι λες σχεδιασμένα για να σου φτιάχνουν το κέφι βλέποντάς τα και μόνο.

Αρωματικά με τα ροζέ κρασιά είμαστε στο βασίλειο των φρούτων, των λουλουδιών, των αρωματικών βοτάνων και των ζαχαρωτών. Η πολυπλοκότητα, όταν υπάρχει, είναι περισσότερο σε εύρος παρά σε βάθος. Κήπος και όχι δάσος. Εξάλλου τα ροζέ κρασιά δεν είναι σε γενικές γραμμές φτιαγμένα για να παλαιώσουν, ενώ οι λιγοστές προσπάθειες που έχουν γίνει κατά διαστήματα να εμπλουτιστούν με πέρασμα από κάποιο βαρέλι, δεν έχουν αποφέρει ιδιαίτερα θετικά αποτελέσματα. Ωστόσο, εκεί που το ροζέ κρασί πραγματικά ξεχωρίζει, με αυτόν τον μοναδικό συνδυασμό οξύτητας-τανινών, όταν τον πετύχουν οι οινοποιοί, είναι στη γεύση. Ένα καλό ροζέ είναι φρέσκο δίχως να είναι ξινό, μυελώδες δίχως να είναι γλυκό ή λιπαρό, δομημένο και με σώμα δίχως να είναι στυφό.

Στην Ελλάδα, η αμαρτία των ροζέ, όταν δεν είναι επιτυχημένα, είναι να μοιάζουν υπερβολικά με κόκκινα κρασιά. Αυτό συμβαίνει επειδή ο πιο διαδεδομένος τρόπος παραγωγής τους είναι η λεγόμενη «αφαίμαξη», όπου ένα μέρος του γλεύκους που πρόκειται να γίνει κόκκινο κρασί απλώς αφαιρείται από το σύνολο της σταφυλομάζας (αφού χρωματιστεί από τους φλοιούς) και οινοποιείται σαν να επρόκειτο για λευκό κρασί. Συμβαίνει, όμως, η ωριμότητα των σταφυλιών να μη συνάδει με τις απαιτήσεις ενός καλού ροζέ, που δεν πρέπει να είναι βαρύ και αλκοολικό στη γεύση.

Ακόμα και έτσι, όμως, οι καλοί παραγωγοί μπορεί να προσθέσουν μία ποσότητα ροζέ από άλλα αμπελοτόπια όπου τα σταφύλια δεν ωριμάζουν τόσο ή να ελέγξουν καλύτερα τις εκχυλίσεις τους κ.ο.κ., και το αποτέλεσμα είναι γοητευτικό. Τα ελληνικά ροζέ δεν έχουν κατά κανόνα τη ξεχωριστή φινέτσα που έχουν μερικά από τα ροζέ της Προβηγκίας (τα οποία, ειρήσθω εν παρόδω, δεν ταξιδεύουν καθόλου καλά και πρέπει να καταναλώνονται άμεσα), έχουν όμως χαρακτήρα, ράτσα και έντονη προσωπικότητα. Τα βρίσκω εξαιρετικούς συνοδούς για το μεσογειακό τραπέζι, με ένα από τα πιο ωραία παντρέματα κρασιού με φαγητό που έχω ζήσει να είναι αστακός στη σχάρα με ροζέ από αγιωργίτικο.

Σχόλια Χρηστών

Συνδεθείτε ή Εγγραφείτε για να συμμετάσχετε στη συζήτηση