Μοσχοφίλερο, ο αριστοκράτης

11 Δεκεμβρίου 2013
Ντίνος Στεργίδης
Τρία κρασιά από την Μαντινεία κατορθώνουν να αποδείξουν πως το μοσχοφίλερο δεν είναι μόνο «αρώματα τριαντάφυλλου» και «γεύση εσπεριδοειδών».


Πριν από πολλά χρόνια είχα γράψει ένα άρθρο στο περιοδικό «Γεύση» της Σόφης Καββαθά για την Μαντινεία και την ποικιλία μοσχοφίλερο την οποία είχα χαρακτηρίσει ως «περιπλανώμενο αριστοκράτη». Την εποχή εκείνη ελάχιστα κρασιά κυκλοφορούσαν στην αγορά ως «Μοσχοφίλερο» ή «Μαντινεία», γιατί η σπουδαία αυτή ποικιλία ήταν εντελώς παραγνωρισμένη. Οι οινολόγοι, ωστόσο, σε όλη την Ελλάδα, μια χαρά ήξεραν να εκτιμούν τις αρετές της ποικιλίας αυτής, που συνδυάζει υψηλή φυσική οξύτητα με έντονα αρώματα. Τη χρησιμοποιούσαν λοιπόν σε δεκάδες χαρμάνια, με αποτέλεσμα τα πιο γνωστά λευκά κρασιά της αγοράς να της οφείλουν την επιτυχία τους, χωρίς αυτή να της αναγνωρίζεται.

Χρειάστηκε, αφενός μεν η τεράστια εμπορική επιτυχία του κρασιού «Ορεινά Κτήματα» του Κωνσταντίνου Αντωνόπουλου και αφετέρου η δημιουργία δύο πολύ αξιόλογων οινοποιείων στην περιοχή, της οικογένειας Σπυρόπουλου (φωτογραφίες) και του Γιάννη Τσέλεπου, για να αρχίσει η ποικιλία και η ονομασία προέλευσης να αποκτούν τη φήμη που τους αρμόζει. Σε αυτά πρέπει να προσθέσουμε, πολύ μεταγενέστερα, τις θετικές κριτικές ξένων εντύπων και εισαγωγέων που ανέβασαν την εικόνα της «τοποποικιλίας» αυτής στα ύψη.

Πολλοί συγκρίνουν το μοσχοφίλερο με το πινό γκρίτσιο, όχι τόσο οινολογικά, όσο εμπορικά. Είναι ένα κρασί που άνετα καταναλώνεται σκέτο, ως απεριτίφ, με ξηρούς καρπούς, με ορεκτικά διάφορα, με ελαφριά πρώτα πιάτα... Ανοίγει, σαν να λέμε, την αυλαία μιας βραδιάς, εντυπωσιάζοντας δίχως να επισκιάζει ό,τι ακολουθεί. Δεδομένης της επιτυχίας του πινό γκρίτσιο διεθνώς (στην Αμερική υπολείπεται μόνο του σαρντονέ σε δημοτικότητα και στην Αγγλία αναλογεί στο 40% των πωλήσεων των ιταλικών κρασιών), το αρκαδικό μας μοσχοφίλερο δείχνει να έχει μέρες λαμπρές μπροστά του στο εξωτερικό. Εξάλλου, το Μοσχοφίλερο Μπουτάρη είναι στην Αμερική το Νο 1 σε πωλήσεις ελληνικό κρασί.

Στην Ελλάδα, αφού ανέβηκε στα ύψη της δημοφιλίας κάπου στα μέσα της δεκαετίας του ’90, πέρασε μια φάση όπου δεν ήταν ανάμεσα στις πρώτες επιλογές των φίλων του κρασιού, ίσως γιατί μερικοί να βαρέθηκαν τον φαινομενικά μονοδιάστατο χαρακτήρα της. Είναι αλήθεια πως πολλοί οινοποιοί, που ειδικεύονται στην οινοποίηση του μοσχοφίλερου, έκαναν διάφορα πειράματα στην αναζήτηση μιας νέας γευστικής πρότασης, όχι πάντοτε με επιτυχία. Η περιοχή ονομασίας προέλευσης της Μαντινείας, όπου ευδοκιμεί το μοσχοφίλερο, είναι αφενός μεν μικρή, αφετέρου ομοιόμορφη. Μεγάλες διαφορές στα εδάφη δεν υπάρχουν και η ποιοτική διαβάθμιση των σταφυλιών εξαρτάται περισσότερο από το μικροκλίμα, που επηρεάζει καθοριστικά την ωρίμαση. Εννοείται πως από εκεί και πέρα τη σκυτάλη παίρνει η τέχνη του αμπελουργού και στη συνέχεια του οινοποιού.

Με αφετηρία, λοιπόν, την ωριμότητα των σταφυλιών και δίνοντας πολύ μεγάλη προσοχή στην οινοποίηση, τρία από τα κτήματα της περιοχής μάς προτείνουν αυτή τη στιγμή τρεις διαφορετικές εκδοχές του μοσχοφίλερου, όλες ενδιαφέρουσες και αρκετά πρωτότυπες: Αstala, Blanc de Gris και Salto είναι κρασιά που αξίζει να δοκιμάσει κανείς.

Το κρασί Astala από το Κτήμα Σπυρόπουλου κατορθώνει να υπερκεράσει τις όποιες δρύινες νότες από την παραμονή του σε βαρέλι, διατηρώντας σχεδόν ατόφια τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα μιας «τυπικής Μαντινείας», προσφέροντας ωστόσο στον ουρανίσκο ένα πιο γεμάτο στόμα απ’ ό,τι μας έχει συνηθίσει αυτή η ποικιλία. Το Blanc de Gris του Γιάννη Τσέλεπου είναι ένα εντυπωσιακό κρασί που, και αυτό, έχοντας εμπλουτιστεί από την παραμονή του σε βαρέλι εμφανίζεται πιο γεμάτο και πιο παχύ από τις κλασικές Μαντινείες, με μία διάσταση όμως καινούργια, που κατά τη γνώμη μου για πρώτη φορά οδηγεί τόσο επιτυχημένα το μοσχοφίλερο σε νέες κατευθύνσεις. Τέλος, το νεοαφιχθέν Salto του Γιώργου Σκούρα, είναι ένα κρασί που στυλιστικά ξεφεύγει εντελώς από τα συνηθισμένα ― μου θύμισε τα γκρούνερ βέλτλινερ της Αυστρίας. Δεν οφείλει την ιδιαιτερότητά του στο (επικίνδυνο) παιχνίδι με το ξύλο του βαρελιού, αλλά σε προχωρημένες τεχνικές οινοποίησης με αφετηρία τις γηγενείς ζύμες του μοσχοφίλερου και την ωρίμαση με τις οινολάσπες του.

Σχόλια Χρηστών

Συνδεθείτε ή Εγγραφείτε για να συμμετάσχετε στη συζήτηση