Oι Έλληνες δεν πίνουμε κρασί

19 Οκτωβρίου 2011
Ντίνος Στεργίδης

Υπάρχουν ορισμένες διαπιστώσεις που δεν απαιτούν μελέτες και στατιστικές για να στοιχειοθετηθούν. Όπως, για παράδειγμα, ότι στο εστιατόριο οι Έλληνες σπανίως επιλέγουν κρασί και δη εμφιαλωμένο. Σε όλη την επικράτεια το θέαμα είναι πραγματικά θλιβερό: μπίρες, νερά και αναψυκτικά παντού, στα μεζεδοπωλεία ούζα και τσίπουρα και, όπου και όταν καταναλώνεται κρασί, αυτό είναι συνήθως σε μορφή χύμα. Η παρουσία των εμφιαλωμένων οίνων περιορίζεται στα «καλά» εστιατόρια (μικρό ποσοστό σε σχέση με το σύνολο των χώρων εστίασης). Όπου τις περισσότερες φορές υπερτιμολογούνται κιόλας.

Όπως πολύ εύστοχα είχε σημειώσει στο Αμπελοτόπι ο «Ζυμομήκυτας», οι πελάτες των ταβερνών είναι διατεθειμένοι να ξοδέψουν σημαντικά ποσά για τις «αστακουδάρες και τις ψαρούκλες τους», δίχως να τους απασχολεί στο ελάχιστο με τι κρασί θα τα συνοδέψουν. Εξαίρεση αποτελούν ορισμένα εστιατόρια που πραγματικά έχουν επενδύσει στο κρασί και αποτελούν πόλο έλξης για τους οινόφιλους. (Ένα τέτοιο παράδειγμα είναι το «Αρμενάκι» στη Μήλο, μια «απλή ψαροταβέρνα», ο ιδιοκτήτης της οποίας, Αντώνης Μαυρόγιαννης, έχει επενδύσει στο κρασί με έξοχα αποτελέσματα*).

Η περιθωριοποίηση της οινικής κουλτούρας στην Ελλάδα — διότι περί αυτού πρόκειται — είναι ακόμα πιο οδυνηρή για όποιον έχει ταξιδέψει στα αμπελοτόπια της υπόλοιπης Ευρώπης και μάλιστα εκείνα της κεντρικής: σε Ελβετία, Αυστρία και Γερμανία (ναι, στη Γερμανία) το εμφιαλωμένο κρασί στην κυριολεξία ρέει και όχι μόνο δείχνει, αλλά είναι μέρος της καθημερινής ζωής των κατοίκων, ενώ στις παραδοσιακές οινοπαραγωγικές μεσογειακές χώρες της Ευρώπης (Ιταλία, Γαλλία και Ισπανία), είναι σχεδόν αδιανόητο να καταναλωθεί γεύμα δίχως κρασί. Εμείς, εδώ στην Ελλάδα, καταφέραμε να κόψουμε τον ομφάλιο λώρο που συνέδεε τον απλό καταναλωτή με το κρασί. Από τις χιλιάδες ταβερνούλες και κουτούκια του ’50 και του ’60, όπου το κρασί ήταν βασιλιάς, καταλήξαμε στις ψαροταβέρνες και στις χασαποταβέρνες του σήμερα όπου το κρασί είναι περιθωριοποιημένο και στα «εστιατόρια», όπου κατά κανόνα είναι απλησίαστα ακριβό.

Οι ένοχοι είναι πολλοί και διάφοροι. Η μεσαία τάξη της χώρας ενέταξε το εμφιαλωμένο κρασί στις «πολιτιστικές» της καταναλώσεις, εγκαταλείποντάς το πάραυτα με το πρώτο σφίξιμο του ζωναριού. Θα προσθέταμε εδώ και μια οινική παράμετρο: η εμμονή των εταιρειών να καθιερώσουν η κάθε μια τη δική της μάρκα, σε βάρος της γεωγραφικής ένδειξης καταγωγής, ήταν το ψαλίδι που έκοψε τον ομφάλιο λώρο μεταξύ καταναλωτή και κρασιού. Το «πάμε σ’ εκείνο το κουτούκι που έχει ωραία ρετσίνα από την Παιανία», έγινε στη συνέχεια «εγώ πίνω μόνο Lac de Roches», το οποίο εύκολα και γρήγορα έγινε «Johnny Walker» και «Amstel». Ακόμα και σήμερα, οι έλληνες καταναλωτές είναι «brand driven» και στα εστιατόρια δύσκολα δοκιμάζουν νέα πράγματα, προτιμώντας αυτά που ξέρουν ή τις μάρκες του συρμού. Όμως, όπως έχουμε γράψει και στο παρελθόν, τουλάχιστον στο χώρο του κρασιού, η πίστη σε ένα εμπορικό σήμα ταχύτατα μετατρέπεται σε απιστία, κάτι που δεν συμβαίνει όταν μάρκα είναι μια ολόκληρη περιοχή. Με άλλα λόγια, εάν οι οινοποιοί είχαν επενδύσει πολύ πιο δυνατά στις ονομασίες προέλευσης τα τελευταία 30 χρόνια, η κατάσταση σήμερα δεν θα ήταν τόσο τραγική.

Το θέμα είναι ότι εδώ που φτάσαμε, με την εσωτερική αγορά να έχει καταρρεύσει, απαιτούνται μέτρα, όχι μόνο για την τόνωση των πωλήσεων των εμφιαλωμένων οίνων αλλά και του κρασιού, γενικότερα. «Ποια είναι η σχέση του σύγχρονου Έλληνα με το κρασί;», είναι το θέμα μιας μελέτης που αξίζει να γίνει ώστε να αναπτυχθεί μια πολύπλευρη επικοινωνιακή στρατηγική που θα έχει ως στόχο την επαναφορά του κρασιού μέσα στην καθημερινότητα του Έλληνα.

Αφήνω τελευταίο το φλέγον θέμα της τιμής, που κάθε άλλο παρά αμελητέος παράγων είναι στη σημερινή κρίση. Δεν αναφέρομαι δε στις τιμές που το κρασί πωλείται στα εστιατόρια, αλλά στις τιμές ex cellar που πωλούν οι οινοποιοί. Είναι, πράγματι, «φιλικές»; Πολύ φοβάμαι πως όχι. Μάλιστα, πολύ φοβάμαι πως για να γίνουν «φιλικές» και, πιο πεζά, ανταγωνιστικές, θα έπρεπε να μειωθούν κατά 30% περίπου. Δύσκολο; Aκατόρθωτο; Δεν γνωρίζω. Είπαμε, διαπιστώσεις κάνουμε, δίχως επιστημονική βάση…

 

* Να τι γράφει για το εστιατόριο αυτό μια τουρίστρια στο TripAdvisor: «For wine lovers this is definitely the place to try good Greek wines. The owner is a knowledgeable sommelier who recommended excellent and reasonably priced Greek wines (half our party was French and they were really impressed) and was happy to talk about wines with us. It was really nice to see so much enthusiasm and honesty».

Σχόλια Χρηστών

Συνδεθείτε ή Εγγραφείτε για να συμμετάσχετε στη συζήτηση