600 οινοποιεία. Είναι πολλά;

26 Οκτωβρίου 2011
Ντίνος Στεργίδης

Ο ταχύτατα αυξανόμενος αριθμός των οινοποιείων σε όλη τη χώρα είναι ένα θέμα που μπορεί να μη συζητάται ανοικτά στα επίσημα φόρα του κλάδου, απασχολεί όμως όλους τους «παλιούς» οινοπαραγωγούς που αγωνιούν για το εάν η αγορά «αντέχει» τόσα πολλά οινοποιεία. Είναι, όντως, πολλά;

Φωτό: Αλσατία

Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του «οινοεξερευνητή» και συνεργάτη του Αμπελοτοπίου, Γιώργου Μακρή, ο οποίος παρακολουθεί καλύτερα και απ’ όλες τις δημόσιες υπηρεσίες τη στατιστική εξέλιξη του αμπελοοινικού κλάδου, αυτή τη στιγμή στη χώρα μας δραστηριοποιούνται 630 εταιρείες που εμφιαλώνουν κρασί, εκ των οποίων οι 576 είναι οινοποιεία/εμφιαλωτήρια (από αυτά τα 28 είναι οινοποιεία που ανήκουν σε οινοποιητικές επιχειρήσεις με περισσότερα του ενός οινοποιεία, άρα δεν υπολογίζονται ως ξεχωριστές εταιρείες). Ας πούμε, λοιπόν, χάριν συντομίας πως η Ελλάδα έχει 600 οινοποιεία, για περίπου 70.000 εκτάρια αμπελώνα (οινοποιήσιμων σταφυλιών). Εκ πρώτης όψεως και για μια χώρα «σαν την Ελλάδα» τα οινοποιεία φαντάζουν πολλά, πόσο μάλλον που έχουν «κατακλύσει» την αγορά με ετικέτες, γύρω στις 3.500, σύμφωνα πάλι με τον κ. Μακρή.

Ας δούμε, όμως, τι γίνεται στο εξωτερικό: στην Ελβετία, στα 15.000 εκτάρια αμπελώνα δραστηριοποιούνται τουλάχιστον 500 οινοποιεία, στη Νέα Ζηλανδία έχουν 672 οινοποιεία για 32.000 εκτάρια, στο Όρεγκον 300 οινοποιεία για 6.000 εκτάρια, στην πολιτεία της Ουάσιγκτον 700 οινοποιεία για 16.000 εκτάρια, στη Γαλλία 30.000 οινοποιεία (τουλάχιστον) για 865.000 εκτάρια και στην Αυστραλία, όπου ο αριθμός των οινοποιείων διπλασιάζεται κάθε δέκα χρόνια, 2.477 οινοποιεία για 156.632 εκτάρια. Άρα σε κάθε οινοποιείο αναλογούν από 30 έως 60 εκτάρια αμπελώνα, όταν στην Ελλάδα το αντίστοιχο νούμερο είναι 100. Με άλλα λόγια, σύμφωνα με τη διεθνή πρακτική, η σημερινή έκταση του ελληνικού αμπελώνα θα μπορούσε να σηκώσει άλλα τόσα οινοποιεία.

Ένα άλλο παράδειγμα είναι ακόμα πιο διαφωτιστικό: η περιοχή ονομασίας προέλευσης Σατονέφ ντι Παπ στη νότια Γαλλία έχει, χονδρικά, έκταση αμπελώνα 30.000 στρέμματα τα οποία εκμεταλλεύονται 220 οινοποιεία (που εμφιαλώνουν και εμπορεύονται κρασί). Η Νεμέα, με περίπου 20.000 στρέμματα, μόλις και μετά βίας απαριθμεί 30 οινοποιεία!

Η διεθνής, λοιπόν, πρακτική αλλά και η συμβατική (οινική) λογική λένε πως υπάρχει χώρος για όλους. Πως στο κρασί όταν η πίτα μεγαλώνει, μεγαλώνει για όλους (δεν υπάρχει καμία αμφιβολία πως, παρά την κρίση, το κρασί συνέχεια ροκανίζει μερίδια από το σκληρό αλκοόλ και άλλα ποτά). Από την άλλη, το κρασί στην Ελλάδα, όπως και τόσα άλλα πράγματα, αναπτύχθηκε άναρχα, αφού οι περισσότεροι νεότευκτοι οινοπαραγωγοί δεν επέλεξαν την τοποθεσία του αμπελώνα και του οινοποιείου τους με καθαρά επιστημονικά και αμπελοοινικά κριτήρια (ούτε καν εμπορικά), αλλά με βάση τα κτήματα που κληρονόμησαν από την οικογένειά τους ή, ακόμα, τον τόπο όπου έτυχε να διατηρούν εξοχική κατοικία. Το αποτέλεσμα είναι μια πανσπερμία μικρών αμπελοοινικών εκμεταλλεύσεων στα πιο απίθανα σημεία της χώρας, ως επί το πλείστον εκτός περιοχών ελεγχόμενης ονομασίας προέλευσης, τελείως αποσυνδεδεμένα από την έννοια της γεωγραφικής ένδειξης καταγωγής. Τα οινοποιεία αυτά παράγουν κρασιά, μοναδικό όπλο των οποίων είναι το εμπορικό τους σήμα.

Η διαφορά με χώρες όπως η Γαλλία και η Ιταλία είναι κεφαλαιώδης. Όταν ο μέσος Γάλλος πρόκειται να αγοράσει μια φιάλη κρασί, δεν λέει μέσα του, «σήμερα θα πιω κρασί του τάδε». Αντιθέτως, αφού πρώτα αποφασίσει το χρώμα (λευκό, κόκκινο, ροζέ), επιλέγει περιοχή (Μπορντό, Βουργουνδία, Ροδανός, κ.λπ.) και στη συνέχεια υποπεριοχή — μέχρι εκεί που τον πάνε οι γνώσεις του. Το όνομα του παραγωγού, όσο περίεργο κι αν μας φαίνεται εδώ στην Ελλάδα, είναι το τελευταίο κριτήριο επιλογής. Μάλιστα, για τους περισσότερους, η μνεία «εμφιαλώθηκε στο κτήμα» αρκεί ως εγγύηση σε συνδυασμό με τον τόπο παραγωγής.

Τι σημαίνουν όλα αυτά; Πολύ απλά ότι οι παραγωγοί αυτοί δεν αναλώνονται, όπως οι δικοί μας, στο να επιβάλλουν τη δική τους, συγκεκριμένη μάρκα τους στην αγορά, αλλά αφιερώνουν την ενέργειά τους στη βελτίωση της ποιότητάς τους ώστε να είναι ουσιαστικά καλύτεροι από τον γείτονα, γιατί γνωρίζουν πως με το μάρκετινγκ μόνο δεν πρόκειται να πουλήσουν. Ξέρουν, επίσης, πως είναι συνιδιοκτήτες μιας μάρκας που υπηρετεί όλους το ίδιο, π.χ. «Αλσατία» και επενδύουν σε αυτήν και, τηρουμένων των αναλογιών, έχουν το κεφάλι τους ήσυχο.

Όταν λοιπόν στην Ελλάδα, αντί να φτιάξεις κρασί στη Νεμέα, στη Νάουσα, στη Λήμνο, στη Σαντορίνη ή στη Σητεία, επιλέγεις μια περιοχή δίχως οινικό παρελθόν, είσαι αναγκασμένος να παίξεις στο έπακρο το παιχνίδι της μάρκας, με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Στην περίπτωση αυτή, πράγματι «ο θάνατός σου, η ζωή μου», αφού εμείς οι ίδιοι έχουμε ισοπεδώσει τα πάντα στον πιο χαμηλό παρανομαστή ― εκείνον της απλής μάρκας ― σε ένα, κενό οινικής ουσίας, μάρκετινγκ.

Εξετάζοντας έτσι τα πράγματα, ναι, τα 600 οινοποιεία και οι 3.500 ετικέτες με φαντεζί ονόματα είναι πολλά, αφού κάναμε τους καταναλωτές να θέλουν όλοι να πιουν τις ίδιες μάρκες• αν, όμως, η Νεμέα αντί για 50 ετικέτες είχε 300, η Νάουσα άλλες τόσες, το ίδιο και η Σαντορίνη, να δείτε που τα 600 οινοποιεία και λίγα θα ήταν…

Σχόλια Χρηστών

Συνδεθείτε ή Εγγραφείτε για να συμμετάσχετε στη συζήτηση