Δημήτρης Παπαδόπουλος

14 Δεκεμβρίου 2016
Μικαέλα Θεοφίλου
Ο γνωστός δημοσιογράφος και προσφάτως και συγγραφέας μας ξεναγεί στις γεύσεις του.
  • ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ | Η Μέρα μου στο Πιάτο

Ο Δημήτρης πάντα ήξερε να χειρίζεται όμορφα το λόγο, στα άρθρα του και τις συνεντεύξεις του- και την επικοινωνία με πολύ ευγένεια και επαγγελματισμό στην εταιρία επικοινωνίας We R Press που διατηρεί με τη συζύγό του. Πρόσφατα… οργάνωσε μία «Απόδραση από το Ζαχαροπλαστείο» και μας εντυπωσίασε. Πρόκειται για το πρώτο παιδικό βιβλίο του, ένα πανέμορφο χριστουγεννιάτικο παραμύθι από τον Εκδοτικό Οργανισμό Πάπυρος που αξίζει τον κόπο να το κάνετε δώρο στα παιδιά σας. Με αφορμή λοιπόν την γλυκιά αίσθηση που αφήνει το βιβλίο από τον τίτλο του κιόλας, υπήρχε η περιέργεια να ανοίξουμε το γαστρονομικό του ημερολόγιο… Όταν μάλιστα μάθαμε ότι στο DNA του κρύβει τη Νέα Υόρκη όπου γεννήθηκε,  την Πάτρα όπου μεγάλωσε, τον Πόντο και τη Ρωσία από τους παππούδες του, τη Σμύρνη και την Κεφαλονιά από την μαμά του, η περιέργεια αυτή μεγάλωσε ακόμα περισσότερο… 

«Ξυπνάω γύρω στις 8, με snooze και πάντα με εκείνο το «πέντε λεπτά ακόμη» που λέγαμε παιδιά. Τώρα πια, το λέω στο Siri και μου απαντάει «Great, confirm you want to use Uber». Η πρώτη μου γαστριμαργική συνήθεια μόλις σηκωθώ είναι φρέσκος χυμός λεμονιού, ζεστό νερό, τζίντζερ και λίγο πιπέρι καγιέν. Το viral για το λεμόνι με νερό με έχει πείσε! Καθόλου ευχάριστο αλλά τι να κάνω; Το πρωινό μου συνήθως περιλαμβάνει εσπρέσο, βρώμη με γάλα ή γιαούρτι και energy mix και μέλι από τα καταστήματα carpo

Δεν υπάρχει χρόνος για καφέ έξω, τύπου φοιτητές, που πιάναμε στασίδι για ώρες! Ο καφές είναι συνήθως στο χέρι, toffee nut latte τώρα που είναι και γιορτές. Για επαγγελματικές συναντήσεις προτιμώ το Alfiere στη Σέκερη.  Για brunch έξω ούτε λόγος… Άλλωστε τα πιο ωραία brunch είναι εκείνα που φτιάχνονται σε σπίτια με φίλους: ξεκινάς με ομελέτες καιpancakes και χυμούς και καταλήγεις με μαγειρέματα και κρασιά. Τελευταία φορά πήγα γιαbrunch έξω ήταν μετά τον Μαραθώνιο της Αθήνας: έτρεξα τα πέντε χιλιόμετρα και το burger του It στη Σκουφά ήταν η επιβράβευσή μου.  

 Μιλώντας για brunch, θυμάμαι τους Πόντιους παππούδες που είχαν πάντα στρωμένο τραπέζι και καθόντουσαν να κολατσίσουν το μεσημέρι και σηκώνονταν το βράδυ: από τσάι στο σαμοβάρ μέχρι βότκα στο νεροπότηρο, τουρσιά, πίτες…

Αν πεινάσω και βρίσκομαι στο δρόμο, θα φροντίσω το GPS της πείνας να μου να με πάει προς το Stick Bar στην Πατριάρχου Ιωακείμ για το μοσχαρίσιο καλαμάκι του ή  στο New York Sandwiches στη Νίκης  ή στο Falafellas στην Αιόλου. 

Αν και πρέπει να σας πω ότι τον τελευταίο χρόνο τρώω στο σπίτι. Για αρκετά χρόνια εφάρμοζα τη συνήθεια ενός γεύματος αργά το βράδυ, όμως μια επέμβαση στη μέση με ανάγκασε, ευτυχώς, να αλλάξω τις διατροφικές και όχι μόνο συνήθειες. Κολυμπάω πια καθημερινά και τρώω μικρά γεύματα κάθε 4 ώρες. Το μεσημεριανό μου είναι συνήθως κρέας ή ψάρι ψητό με σαλάτα ή χόρτα. 

M’ αρέσει να ψωνίζω όχι μόνον από τα συμβατικά καταστήματα και σούπερ μάρκετ αλλά και από τα ηλεκτρονικά… Έτσι αρκετά  συχνά ψωνίζω από το ηλεκτρονικό Yoleni’s. Κάνω όμως και τις βόλτες μου στο Farmers’ Republic, από τη λαϊκή της Ξενοκράτους ή εκείνη με τα βιολογικά έξω από το γήπεδο Τάε Κβο Ντο στο Φάληρο, περνάω από τον Κωσταρέλλο για γιαούρτι, κρέμες κι ελληνικά τυριά, θα επισκεφτώ το Degustation για… τα γαλλικά  ενώ το ΟΚ μας λύνει τα χέρια μέχρι τις 23:00 και ο Σκλαβενίτης αποτελεί σταθερή επιλογή. Όταν ανοίξει κανείς το ψυγείο μου αυτά που θα βρει σίγουρα είναι γάλα σόγιας, γιαούρτια Ολυμπος και free lact, φρούτα, χυμούς Ολυμπος, κρασιά από το Κτήμα Γκιούλη, σοκολάτα με στέβια, τυριά, λαχανικά και κεφίρ και φυσικά φέτα η οποία είναι η εμμονή μου καθώς την τρώω ακόμα και σκέτη.  Από το ντουλάπι με τα τρόφιμα δεν λείπουν ποτέ τα ζυμαρικά DeCecco, τα όσπρια, τα αποξηραμένα μανιτάρια, τα αποξηραμένα φρούτα και ξηροί καρποί, ο Nespresso και ο  καφές φίλτρου, το  μέλι αλλά και το λάδι Kopos του Ανδριώτη από την Κέρκυρα. 

Η δουλειά μου μού δίνει τη χαρά να συνεργάζομαι με εξαιρετικούς ανθρώπους και εστιατόρια.  Ένα από τα αγαπημένα μου εστιατόρια λοιπόν το οποίο ξεχωρίζω είναι η Cookoovaya για τα πιάτα, τον τρόπο και την ατμόσφαιρα. Το Βοδινό ταρτάρ, το χταπόδι με φάβα και τα γλυκά είναι τα αγαπημένα μου. 

Σ’ ένα εστιατόριο με χαλαρώνει η ευγένεια και η καλή διάθεση των ανθρώπων που εργάζονται στα εστιατόρια, η όποια όμως με απωθεί όταν μετατρέπεται σε… ανετίλα. Το ίδιο ισχύει και αντιστρόφως: όταν ο πελάτης θεωρεί ότι μπορεί να είναι αγενής ή υπέρ το δέον φιλικός. 

Λόγω δουλειάς, τρώμε συχνά έξω βραδινό. Εφαρμόζοντας το διατροφικό πλάνο που έχω βγάλει από τον νου μου «Κάθε δεύτερη μέρα δίαιτα». Αν είναι ημέρα δίαιτας, τρώω ψητό με σαλάτα. Αν όχι, τότε το γλεντάω κανονικά: «κρίμα να πάει χαμένο!». 

 Τότε είναι που έχω γαστρονομικές εμμονές που κατά καιρούς αλλάζουν. Το τελευταίο διάστημα είναι τα ωμά ψάρια του Τραβόλτα στο Περιστέρι. Παλιότερα απεχθανόμουν σούπες και τραχανά. Οι νέες παρασκευές και προτάσεις των σεφ μ’ έκαναν να αλλάξω γνώμη. 

Αγαπώ την ελληνική κουζίνα, κυρίως, δε, την κουζίνα των νοικοκυριών, με την οικονομία, τις ιστορικές αναφορές και την εξέλιξή τους στα χρόνια: από τις πίτες που γεμίζουν με το τίποτα στο κατσίκι και το αρνί της γιορτής. Μ’ αρέσει η μεγαλοπρέπεια της γαλλικής, ο μινιμαλισμός της ιαπωνικής και η χαλαρότητα της ιταλικής κουζίνας. Πάνω από όλα όμως είναι θέμα υλικών και εποχικότητας. 

Όμως πρέπει να πω ότι μου αρέσει και ο επαγγελματισμός, η σοβαρότητα και το μεράκι των νέων Ελλήνων μαγείρων που δεν ξεγελάστηκαν από την τάση των προηγούμενων χρόνων για star chef. Εξειδικεύονται, ταξιδεύουν, ψάχνουν και προτείνουν. Χαίρομαι με την εξωστρέφεια των νέων παραγωγών, το γεγονός ότι νέοι άνθρωποι επενδύουν σε νέες σπορές και παραγωγές, τιμούν την οικογενειακή τους παράδοση, σπουδάζουν κι επιμορφώνονται για να αναλάβουν την οικογενειακή δουλειά, είτε είναι τυροκομία, γεωργική παραγωγή ή αμπελουργία και οινοποίηση χωρίς κόμπλεξ. 

Ωστόσο πολλες φορές αναρωτιέμαι πώς αναπαράγεται η γεύση από ένα κοκκινιστό της γιαγιάς μου ή τα πιροσκί όταν όλα τα υλικά έχουν αλλάξει; Θέλω να πω, στα χρόνια της η γιαγιά μου είχε μια συνταγή που ακολουθούσε ευλαβικά κι εμπειρικά. Τα υλικά της ήταν πάντα ίδια: λάδι, ντομάτα, κρέας αλεύρι. Δεν μπορείς πια να βρεις αυτή τη γεύση. Γι’ αυτό και το  αγαπημένο πιάτο έχει να κάνει με την ανάμνηση της γεύσης, την οποία προσπαθείς να ανακαλέσεις από την παιδική ηλικία. Οι μελιτζάνες σε όποια παρασκευή: από γεμιστές, με κοκκινιστό μοσχάρι, τηγανητές συνοδευμένη από την καλύτερη μουσική  που δεν είναι άλλη από τα γέλια της παρέας. Που είσαι με γεμάτο στόμα και κάνεις νόημα «περίμενε να καταπιώ», για να τελειώσει ο άλλος την ιστορία του. 

Από το ταξίδι στην ανάμνηση των γεύσεων και στο χρόνο λέω να σας κάνω ταξίδι σε τόπους γευστικών αναμνήσεων. Όπως είναι η Αντίπαρος,  το νησί των διακοπών μας όπου οι επιλογές μας είναι σταθερές: η σχάρα του Γιώργου, ο Ανάργυρος, τα φρέσκα ψάρια του Πιπίνου στον Αη Γιώργη, οι πίτες και τα μαγειρευτά στο Περαματάκι στον Σωρό, τα καλούδια από το μποστάνι της Κατίνας, η ξυνομυζήθρα και τα φρέσκα αυγά από την άλλη Κατίνα. 

 Έχω όμως…και υπερατλαντικές γαστρονομικές αναμνήσεις που έχουν να κάνουν με τις πρώτες αναμνήσεις τις ζωής μου στη Νέα Υόρκη: ας πούμε και spring rolls και τηγανητό κοτόπουλο και παραδοσιακά ελληνικά σ’ ένα τραπέζι για το 4th of July. Με μια βόλτα στη Μεσόγειο, θυμάμαι ότι είχαμε ταξιδέψει με τους 4 αγαπημένους μου φίλους, ούτε 16 δεν ήμασταν, στην Ιταλία με καράβι. Στο δείπνο στο τραπέζι του καπετάνιου, παρόλο που δεν θυμάμαι τι φάγαμε, ήταν μια από τις πιο ωραίες εμπειρίες της ζωής μου, λόγω προφανώς της έντασης της νιότης. Προσφάτως, ταξίδεψα στο Λονδίνο κι εντυπωσιάστηκα από τα πολλά, εξαιρετικά, μικρά εστιατόρια στο Shoreditch και ειδικά από τη βιετναμέζικη κουζίνα. Στα carpo δοκίμασα και τα πιο νόστιμα μελομακάρονα: τα φτιάχνουν μπροστά στα μάτια σου και ξετρελαίνονται οι Λονδρέζοι! 

Εγώ πάλι ξετρελαίνομαι για την πάβλοβα από το Pavlova Kolonaki, το μιλφέιγ της Δέσποινας, το προφιτερόλ από τον «Ανδριάς», τη σφολιάτα του Λοτσάρη στην Πάτρα και βεβαίως τα σπιτικά μελομακάρονα. Όμως αυτό που με παρηγορεί όταν τα πράγματα δεν πάνε και τόσο καλά είναι η αναλογία 1:2:3:4 του σιμιγδαλένιου χαλβά. 

Ό,τι και να λέμε όμως για γεύσεις αγαπημένες, δεν έχει νόημα να απολαμβάνεις το πιο νόστιμο φαγητό του κόσμου αν δεν έχεις να κοιτάξεις κάποιον στα μάτια και να μοιραστείς την εμπειρία. Το φαγητό είναι για να μοιράζεται. Θα ήθελα πάντως η τελευταία μου μέρα επάνω στη γη να ήταν σε μια παραλία, με την γυναίκα μου και τους φίλους μου, οι οποίοι είναι και εξαιρετικοί μάγειρες. Θα τρώγαμε αυτά που θα είχαμε πιάσει, ψάρια κι αχινούς, με δροσερό κρασί. Κάθε φορά που μου συμβαίνει αυτό, σκέφτομαι πώς αν ήταν η τελευταία ημέρα στη γη, θα έφευγα ευτυχισμένος». 

 
 

 

Σχόλια Χρηστών

Συνδεθείτε ή Εγγραφείτε για να συμμετάσχετε στη συζήτηση