Νανά Δαρειώτη

09 Νοεμβρίου 2016
Μικαέλα Θεοφίλου
Η γνωστή δημοσιογράφος γεύσεων είναι πολυάσχολη, πολυτάλαντη και πολυγραφότατη. Είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον λοιπόν να μάθουμε πώς είναι η γαστρονομική καθημερινότητα ενός ανθρώπου που η έρευνα και η αγάπη για το καλό φαγητό είναι το επάγγελμά του.
  • ΝΑΝΑ ΔΑΡΕΙΩΤΗ | Η Μέρα μου στο Πιάτο

Πιστεύει στο «πέτρα που κυλάει δεν χορταριάζει», οπότε δεν σταματάει ποτέ να σκέφτεται, να προτείνει, να της… δημιουργεί νέα κίνητρα. Συνεχίζει να γράφει, όπως πάντα, όμως αποφάσισε μετά από τόσα χρόνια να μοιραστει όσα έχει μάθει για τη γραφή της γεύσης με όσους ενδιαφέρονται. Για τον λόγο αυτό διοργανώνουν μια σειρά σεμιναρίων με τα «Μαθήματα Μαγειρικής» και τη Λίλα Καραποστόλη. Παράλληλα, με τον Ανδρέα Ανδρουλιδάκη και τον Σίμο Γεωργόπουλο ετοιμάζουν μια βραδιά γευσιγνωσίας με ελληνικά τυριά και κρασιά, για την Δευτέρα 14 Νοεμβρίου, στο Vein, στη Γλυφάδα. Ένας άλλος κύκλος σεμιναρίων, που θα αρχίσει πολύ σύντομα, θα αφορά σε πρώτες ύλες και προϊόντα, τη γνωριμία μαζί τους σε βάθος. Εισηγητές θα είναι δημοσιογράφοι με βαθιά γνώση στα συγκεκριμένα θέματα, όπως η Θάλεια Τσιχλάκη και ο Ανδρέας Ανδρουλιδάκης. Έχει κι άλλα στον νου της, όμως είναι νωρίς να τα ανακοινώσει. Την ενδιαφέρει πάρα πολύ η έρευνα της τοπικής γαστρονομίας, η πρωτογενής παραγωγή, η σύνδεση με τον πολιτισμό και την ιστορία κάθε περιοχής, η σημερινή ένταξη στην καθημερινότητα, το παρόν, και οι δυνατότητες εξέλιξης στο μέλλον. Με αυτό το σκεπτικό δημιούργησαν με τη Θάλεια και τον Ανδρέα το βιβλίο «Του άνεμου και της αρμύρας - Προϊόντα και μαγειρικές των Κυκλάδων», που εκδόθηκε από το Επιμελητήριο Κυκλάδων και το Aegean Cuisine Cyclades τον περασμένο Απρίλιο, το οποίο οδεύει στην δεύτερη έκδοσή του. Και η μέρα της ξεκινάει…

«Η μέρα μου ξεκινά με προσπάθεια, δεν είμαι ιδιαίτερα πρωινός τύπος, αλλά έχω καταφέρει να μην ξεπερνώ την 9η πρωινή. Καφές φίλτρου με γάλα ή διπλός ελληνικός σκέτος μου αρκούν. Δεν μου αρέσουν οι γλυκές γεύσεις, ειδικά το πρωί, αλλά έτσι κι αλλιώς το στομάχι μου δεν δέχεται τίποτε άλλο πριν το μεσημέρι, εκτός από καφέ. Εξαίρεση αποφασίζει να κάνει όταν ταξιδεύω και το πρωινό του ξενοδοχείου του φανεί θελκτικό. Από τις πρόσφατες εμπειρίες, στο ξενοδοχείο Hydrama, στη Δράμα, κατέγραψα ένα μπουφέ με παστράμι, παστιρμά, αυγά με σουτζούκι, πίτες αλμυρές και γλυκές, φρεσκοστυμμένους χυμούς από τουλάχιστον πέντε διαφορετικά φρούτα, ζεστό ψωμί. Αν γινόταν όλα τα ξενοδοχεία στην Ελλάδα να σερβίρουν τοπικά πιάτα πρωινού ή δεκατιανού θα ήμουν ευτυχής. Στη Σύρο, τον Σεπτέμβριο, στο δημαρχείο –έργο του Τσίλερ– μας παρουσίασαν το συριανό πρωινό, με γεύσεις τόσο από την αγροτική όσο και από την αστική παράδοση του νησιού, μαγεία.

Για καφέ δίνω συνήθως ραντεβού στην πλατεία Συντάγματος, στο δεξί καφέ, όπως βγαίνεις από το μετρό. Ελληνικός καφές στη χόβολη που συνοδεύεται από μπισκοτολούκουμο, σάντουιτς από πτι-μπερ με ολόφρεσκο λουκούμι. Χαζεύω τον  κόσμο που κινείται βιαστικά ή αργόσυρτα, τους ανθρώπους στα παγκάκια, τους πιτσιρικάδες, μπορώ να περάσω ώρες εκεί.

Το brunch δεν το πολυέχω. Αν ξεκινήσω να τρώω από τόσο νωρίς, η μέρα μου δεν θα πάει καλά. Από την άλλη, δεν θα έλεγα όχι σε μια παρέα που θα ξεκινήσει από καφέ, θα περάσει στο απεριτίφ –βλέπε ούζο ή μπίρα, Campari ή... σαμπάνια, που προτιμά φίλος λατρεμένος– και θα καταλήξει κάπου για γεύμα. Αλλά αυτό δεν το προβλέπεις, συνήθως είνα έκπληξη, από τις πολύ ευχάριστες. Αυτό μου αρέσει τελικά, οι εκπλήξεις, δεν θέλω να προγραμματίζω εξόδους για brunch.

Στα εκατό μέτρα από το σπίτι μας λειτουργεί εδώ και κοντά 70 χρόνια ένα μαγαζί σκέτη αμαρτία. Ο Λευτέρης ο Πολίτης, στη Σατωβριάνδου, έχει εξελιχθεί σε σχεδόν εμμονή. Μόνο κεμπάπ, από μοσχαρίσιο μπούτι, και για τον χειμώνα και σουτζούκι που φτιάχνουν οι ίδιοι, τυλιχτό ή μερίδα. Στο τυλιχτό μόνο ντομάτα, κρεμμύδι, μαϊντανό και καυτερό, πατάτες δεν έχει, μεγάλη ευτυχία. Στη μερίδα, πάνω σε δυο καλοψημένες πίτες μπαίνουν 4 ζουμερά κεμπάπ και από πάνω ντομάτα και κρεμύδι επίσης ψημένα στην πλάκα. Από πάνω καυτερό (κοκκινοπίπερο) κι αν θέλεις και μια καυτερή ψητή πιπεριά. Οι χυμοί διαπερνούν το κρέας και τις πίτες. Σκέτος παράδεισος και κόλαση μαζί. Η δεύτερη επιλογή μας είναι τα φαλάφελ, γωνία Λιοσίων και πλατεία Βάθης. Όχι τυλιχτά, δεν έχω πάρει ποτέ. Με το κομμάτι, και μαζί κίμπε –οι κεφτέδες με το πλιγουρένιο περίβλημα–, συκωτάκια κοτόπουλου κοκκινιστά, μελιτζάνες τηγανητές με μπόλικο σκορδομαϊντανό, χούμους, σουβλάκι κοτόπουλο από τα πιο νόστιμα συνοδευμένα με έξτρα καυτερή σάλτσα χαρίσα και πιπεριές τουρσί. Γεύμα μεγαλείο.

Μαγειρεύουμε πολύ στο σπίτι, και οι δυο μας. Είναι δύσκολο το εύκολο και απλό, εννοώ ότι όταν μπω στην κουζίνα σπάνια θα την εγκαταλείψω σε λιγότερο από δύο ώρες, ποτέ δεν μαγειρεύω μόνο ένα φαγητό. Είμαστε και της συνήθειας που απαιτεί πρώτο, δεύτερο πιάτο, ίσως σαλάτα, κάποιον μεζέ, το κρασί μας. Όταν έχουμε πολλή δουλειά και πρέπει το στομάχι να είναι ελαφρύ, θα μαγειρέψουμε κάτι σχετικά γρήγορο, μια πάστα, μια ομελέτα, ένα ρύζι, αλλά πάντοτε με κάτι να τα συνοδεύει. Αγαπάμε πολύ τα όσπρια, όλα τα όσπρια, και τα τιμούμε ιδιαιτέρως, κάθε φορά μαγειρεμένα κάπως αλλιώς. Άλλες φορές συνοδεύονται από αλίπαστα, όπως λακέρδα, σκουμπρί, τσίρο, ρέγκα, αντσούγιες, άλλες από λουκάνικα ή λούζες ή σύγλινα. Α, και ψάρι, αγαπάμε πολύ το ψάρι, οπότε κανονίζουμε επίσκεψη στην Κεντρική Αγορά αρκετά συχνά. Για κρέας δεν είναι εύκολο, πρέπει επίσης να πάω οργανωμένα για ψώνια, είτε στον Αγγελή, στην Αγορά, Αιόλου 81, είτε στα Πετράλωνα, στη Νάξια Επιλογή, στην Κειριαδών 44. Ειδικά με το κρέας έχω θέμα, πρέπει να ξέρω ότι είναι πολύ καλό πριν το αγοράσω. Και κοτόπουλα θέλω χωριάτικα κι ας κοστίζουν λίγο παραπάνω, άλλη σάρκα, σφιχτή, με βαθιά γεύση. Με τους χασάπηδες μου, τον Θάνο και τον Αρτέμη, θα συζητήσω για το κομμάτι που θα πάρω, θα μου δώσουν και κρατημένα μεζεκλίκια, μια μοσχαρίσια γλώσσα, μια συκωταριά αρνίσια, ένα λουκάνικο δικό τους.

Τα ψώνια μας, μιλώντας για φαγητό, κατά το μεγαλύτερο ποσοστό γίνονται από εξειδικευμένα μαγαζιά, από το σούπερ μάρκετ θα πάρω μόνο τα τυποποιημένα, ζυμαρικά, ντοματάκια, ρύζια, τέτοια. Για τυριά, αλλαντικά, αλίπαστα, ιδιαίτερα ζυμαρικά, παξιμάδια και όλα τα άλλα τέλος πάντων, οι διαδρομές είναι συγκεκριμένες, Παντοπωλείο της Μεσογειακής Διατροφής, Μιράν, Αραπιάν, Ζαφόλιας, Μπαχάρ, λαχανικά από τη Βαρβάκειο. Για ψωμί θα πάω ή στο Βίνκλερ, Αριστοτέλους και Ηπείρου ή στο Απολλώνειο, στην 3ης Σεπτεμβρίου. Για τα καθημερινά, το μαγαζάκι του Ινδού, φίλου πια, στην ίδια πολυκατοικία με καλύπτει απόλυτα. Το μπασμάτι του από το Πακιστάν, μακρύκοκκο, κατάλευκο κα αρωματικό, δεν το αλλάζω με τίποτε.

Λόγω επαγγέλματος, δεν θα ήθελα να ονομάσω εστιατόρια που αγαπώ, θα ήταν άδικο. Πάντως είναι αρκετά, διαφορετικά μεταξύ τους, και σε κουζίνες και σε ύφος. Από μεζεδοπωλεία μέχρι χώρους υψηλής εστίασης. Δεν έχω εμμονές, αν και η ελληνική κουζίνα με ιντριγκάρει πάντοτε, έχω επενδύσει σχεδόν όλη την επαγγελματική μου ζωή στην έρευνά της. Θα ευχαριστηθώ το ίδιο ένα πιάτο ισορροπημένο, σωστά μαγειρεμένο, που ανταποκρίνεται στην πρόθεση του μάγειρά του στον μεγαλύτερο δυνατό βαθμό, όποια ταυτότητα και αν έχει. Εκτιμώ ξεχωριστά ένα πιάτο που μοιάζει οικείο όμως έχει μια μικρή γευστική έκπληξη, κάτι που το πάει ένα βήμα παραπέρα, χωρίς να του βγάζει τα μάτια.

Στο εστιατόριο περιμένω να υπάρχει η ιδανική σχέση ανάμεσα σε αυτό που δηλώνει και σε αυτό που προσφέρει. Θα με ξενίσει μια άκαμπτη, βαρύγδουπη συμπεριφορά σε μία ταβέρνα όσο και το άσχετα φιλικό ύφος σε ένα γαστρονομικό εστιατόριο. Δεν αντέχω την αγένεια, τους σουσουδισμούς, κυρίως όμως δεν αντέχω αυτή τη νεοφυή συμπεριφορά του σερβιτόρου/σομελιέ που μου υποδεικνύει με ύφος «τι ξέρεις κι εσύ κακομοίρα» το πιάτο ή το κρασί που «πρέπει για το καλό μου» να επιλέξω. Μου αρέσει η καθαρή ατμόσφαιρα, ο σεβασμός στον πελάτη, η σωστή ταχύτητα στο σέρβις, οι άνθρωποι που έχουν επιλέξει να δουλεύουν στην εστίαση και δεν τους έριξε η κακιά η μοίρα εκεί.

Στο ψυγείο μας έχουμε πάντοτε τυριά, πολλά τυριά, μπαχαρικά, πολλά μπαχαρικά, γιαούρτια, κάποια αλλαντικά, φρούτα, λαχανικά, μυρωδικά, μουστάρδες. Στα ντουλάπια θα βρεις όσπρια, ζυμαρικά, ρύζια, κάποιες κονσέρβες, τόνο, σαρδέλες, γαύρο, οπωσδήποτε corned beef, ξέρεις τι ομελέτα και τι σάλτσα για μακαρόνια κάνει; Άλευρα, γλυκά κουταλιού, μέλι, διάφορα καινούργια σαλτσικά και μεζεκλίκια από έλληνες παραγωγούς που παρακολουθώ ανελλιπώς. Α, και ελιές, κάππαρη, κρίταμα.

Δεν μπορώ να σκεφτώ κάτι χωρίς το οποίο δεν θα μπορούσα να ζήσω. Είμαστε αρκετά ευέλικτοι και οι δύο, ίσως πάθω στερητικό αν δεν έχω ποικιλία γενικώς και μου λείψει κάτι σε βάθος χρόνου. 

Ντελίβερι δεν έρχεται στο σπίτι, δεν θυμάμαι πόσα χρόνια πίσω ήταν η τελευταία παραγγελία μας και αυτή ήταν κατά πάσα πιθανότητα κάτι σε ντονέρ ή γύρο.

Βγαίνουμε συχνά για βραδινό, κάποιες φορές συχνότερα από όσο θα έπρεπε. Όταν είμαστε σπίτι προτιμάμε να είμαστε σεμνοί, ένα σνακ, ένα φρούτο, κάτι τέτοιο. Εκτός από τις περιπτώσεις που αποφασίζουμε από κοινού μια  παρεκτροπή, οπότε στήνεται ένα τραπέζι με τυριά ή/και αλλαντικά, αφορμή ή πρόσχημα για να ανοίξουμε ένα καλό κρασί.

Είναι πολλά χρόνια τώρα που έχω επιλέξει ως ποτό το κρασί, σε όλες του τις εκδοχές. Δεν θα πω όχι όμως σε ένα καλό ούζο ή ένα εμφιαλωμένο τσίπουρο, ένα ωραίο απόσταγμα. Από spirits, είμαι φανατική του ουίσκι. Σκέτο, με λίγο δροσερό νερό. Λατρεύω τα καπνιστά malts.

Αγαπημένη μου κουζίνα είναι η καλομαγειρεμένη κουζίνα. Εκείνη που δεν προσποιείται κάτι που δεν είναι, εκείνη που δεν είναι ανοίκεια αντιγραφή, η καλοχωνεμένη από τον μάγειρα που την προτείνει.

Έχω πολλά φαγητά στο μυαλό μου και το καθένα ζητάει τη δική του μουσική υπόκρουση. Τα τηγανητά αμελέτητα στην Άνω Σύρα θέλουν τον Βαμβακάρη τους, θέλουν παρέα και κουβέντα. Ένα χαλαρό γεύμα σε αστικό περιβάλλον σηκώνει από κλασική μέχρι σύγχρονη, mainstream. Για κάποιον λόγο το κρασί έχει συνδεθεί με jazz ήχους, θα έλεγα όμως ότι του ταιριάζουν όλες οι ταξιδιάρικες μουσικές, ελληνικές και ξένες, θα κλωτσήσει στο πολύ μέταλλο ή στο βαρύ λαϊκό. Ένα υψηλής τεχνικής πιάτο όμως, που αποζητά την προσοχή όλων των αισθήσεών σου, πιθανότατα δεν χρειάζεται καθόλου μουσική, για να μη σε αποσπάσει από το βασικό θέμα, τη γευστική δημιουργία που βρίσκεται μπροστά σου.

Με τα γλυκά δεν τα πάω πολύ καλά, δεν έχω «γλυκό δόντι». Μου αρέσουν εκείνα που συνδυάζουν πολλές γεύσεις, και λίγο πικρό, και λίγο αλμυρό, και εντάσεις διαφορετικές και υφές. Δεν θα παραγγείλω ποτέ σκέτο γλυκό. Ως επιδόρπιο, εξαρτάται από το φαγητό που προηγήθηκε, για παράδειγμα, μετά από ψαροφαγία, θέλω κάτι πολύ δροσερό και αρωματικό, που θα «καθαρίσει» το στόμα. Στα πολύ κλασικά, το γαλακτομπούρεκο της Στάνης, στη Μαρίκας Κοτοπούλη, στην Ομόνοια. Τους λουκουμάδες του Κτιστάκη, στη Σωκράτους. Ακόμη, τα άγλυκα γλυκά του αγαπημένου μου Στέλιου Παρλιάρου. Κάποιες δημιουργίες του Αλέρτα. Τα γλυκά έκπληξη σε εστιατόρια, που μερικές φορές ξεπερνούν σε απόλαυση ακόμη και τα φαγητά.

Το απόλυτο comfort food για μένα είναι το ζυμαρικό σε οποιαδήποτε μορφή. Από τραχανά μέχρι παστίτσιο και από κριθαράκι μέχρι νουντλς. Μαγειρεμένα με οποιονδήποτε τρόπο.

Όταν ήμουν μικρή, γύρω στα 6-7, η γιαγιά μου μού υποσχόταν κοτόπουλο με μπάμιες, κοκκινιστό ζυγούρι ή πιπεριές ψητές στον ξυλόφουρνο για να με καταφέρει να κάνω κάτι που ήθελε. Ακόμη θυμάμαι τις διαπραγματεύσεις, όμως πιο πολύ θυμάμαι τα αρώματα που έβγαιναν από την κουζίνα της όταν μαγείρευε. Μαγείρισσα νόστιμη, ανεξάντλητη, εφευρετική, με τρομερή αίσθηση της οικονομίας της κουζίνας. Για εκείνη ήταν επιστήμη το φαγητό της δεύτερης ημέρας να είναι κάτι απόλυτα καινούργιο, ίσως και πιο νόστιμο, να μην περάσει από το μυαλό του παππού ότι τρώει ξαναζεσταμένο φαγητό. Από την άλλη γιαγιά θυμάμαι τα ζυμώματα, τα απίστευτα ψωμιά και κουλούρια, τον φούρνο της, το ανοιχτό σπίτι. Στο δικό μας, η μητέρα έκανε συχνά καλέσματα, λόγω μεταθέσεων του στρατιωτικού πατέρα είχε μεγάλη γκάμα τοπικών συνταγών που αγαπούσε. Σοφρίτο και παστιτσάδα, κυνήγι σαλμί, ποδαράκια σούπα ήταν κάποια από αυτά. Αλλά δεν έλειπε από το ρεπερτόριό της η αθηναϊκή, το ζελέ κοτόπουλο, η πάπια με πορτοκάλι, τα κινέζικα γλυκόξινα, τα αβοκάντο και γαριδοσαλάτες με 1.000 νησιά. Στα καθημερινά, από τα πιο δυνατά της και αγαπημένα του πατέρα μου το γιουβέτσι και οι κεφτέδες σε κόκκινη σάλτσα, δικά μου τα γεμιστά με κιμά και ένα πιάτο της ανάγκης που δεν μπορώνα ξεπεράσω: σπαγκέτι με σάλτσα ντομάτας και ένα αυγό μάτι από πάνω.

Για μένα το καλοκαίρι μέχρι κάποια χρόνια πριν ήταν συνώνυμο με τις Κυκλάδες. Έπειτα γνώρισα την Κρήτη, για να είμαι σαφής τον νότο της, και άρχισα τις απιστίες. Οπότε, απαραίτητα το μεγαλύτερο μέρος των διακοπών περνά στο σπίτι μας, στο χωριό Ροδάκινο, το υπόλοιπο σε ένα ή περισσότερα κυκλαδονήσια.

Επειδή γράφω συχνά για εστιατόρια εκτός Αθηνών, δεν θέλω να αρχίσω το name dropping, σίγουρα κάποιο θα ξεχάσω και δεν θέλω. Από την άλλη, μόνο για τη λίστα θα χρειαζόμασταν άλλη μια συνέντευξη.

Για μένα, πείτε το επαγγελματική διαστροφή, όλοι οι προορισμοί συνδέονται με γαστρονομικές αναμνήσεις και μάλιστα επιλέγω να κρατώ μόνον τις καλές. Μια ηλιόλουστη μέρα, με ανθισμένα λουλούδια και ιδανικές συνθήκες, στον δικό μου εγκέφαλο θα συνδεθεί με τα παιχνίδια που παίζουν οι ακτίνες του ήλιου σε ένα ποτήρι κρασί, τα χρώματα στο πιάτο που παρήγγειλα και τον νέο χώρο που ανακάλυψα. Καταλαβαίνετε λοιπόν ότι όλοι οι προορισμοί, εξωτερικού και εσωτερικού, στο δικό μου μυαλό είναι καταγεγραμμένοι ως γεύσεις, πρώτες ύλες, πιάτα, μάγειρες, εστιατόρια. Πάντως, εκτός από τις πρωτεύουσες, με ενδιαφέρουν τα ταξίδια στην ενδοχώρα, σε μέρη όπου τρώνε οι ντόπιοι και δεν έχουν «μολυνθεί» από τον τουρισμό. Έχουν συνήθως τεράστιο γαστρονομικό ενδιαφέρον.

Οι τάσεις στη γαστρονομία και τη ζαχαροπλαστική ανανεώνονται πολύ συχνά, ίσως όχι με τη σεζόν, όπως στη μόδα, πάντως πολύ συχνά. Έχει ενδιαφέρον να τις παρακολουθείς, όπως και τη μόδα, αλλά αυτό δεν σημαίνει απαραίτητα ότι πρέπει και να τις υιοθετείς ή να σου αρέσουν όλες. Το ίδιο πράγμα που μου αρέσει με προβληματίζει κιόλας. Η ελεύθερη διακίνηση τεχνικών, πρώτων υλών και προϊόντων ανοίγει ορίζοντες στη δημιουργικότητα, από την άλλη κάνει πολύ εύκολο τον κανιβαλισμό τους σε κουζίνες που δουλεύουν με αποκλειστικό κίνητρο τον εντυπωσιασμό.

Συγκαταλέγομαι στους ανθρώπους που τρώνε τα πάντα, δεν έχω κάποια αντιπάθεια και αλλεργία άλλη πέραν εκείνης απέναντι στο κακομαγειρεμένο φαγητό. Αν πρέπει να σας δώσω ένα συγκεκριμένο στίγμα, θα έλεγα ότι πάνω απ’ όλα με ενδιαφέρει η ειλικρίνεια στις προθέσεις ενός μάγειρα ή ενός εστιατορίου, όλα τα άλλα ακολουθούν. Επομένως θα έλεγα ότι το γαστρονομικό προφίλ μου είναι... πολυμορφικό.

Θα ήθελα να μπορούσα να κάνω πιο συχνά μεγάλα τραπέζια, μακρόσυρτα, με φίλους που εκτιμούν το καλό φαγητό και τους αρέσει να τρώνε, που εκτιμούν το καλό κρασί και τους αρέσει να πίνουν, που δεν κοιτούν το ρολόι τους όταν διασκεδάζουν, που πάνω απ’ όλα θέλουν να κάνουν παρέα, να μοιράζονται στιγμές και αλήθειες.

Όλοι οι φίλοι μας για μένα είναι διασημότητες για την καρδιά τους, για την ομορφιά τους, για την αγάπη που μας προσφέρουν.

Την τελευταία μέρα πάνω στη γη, θα ήθελα να την περάσω στην παραλία μου, στην Κρήτη, να βλέπω τον ήλιο να ανατέλει και να δύει στο Λιβυκό, να είμαστε με φίλους κάτω από τη χαρουπιά, να μαγειρεύει ο Μανώλης και να φέρνει πιάτα που αγαπάμε, να πίνουμε κρασί, να κουβεντιάζουμε, να αγαπιόμαστε, να αγκαλιαζόμαστε και να γελάμε. Ευλογία».

Σχόλια Χρηστών

Συνδεθείτε ή Εγγραφείτε για να συμμετάσχετε στη συζήτηση