Η δύναμη της ζάχαρης

20 Αυγούστου 2015
Κωνσταντίνος Ακύλας
Ο Έκχαρτ Τόλε έχει γράψει ένα υπέροχο βιβλίο που λέει ότι θεός είσαι εσύ, είμαι εγώ και οτιδήποτε βρίσκεται ανάμεσά μας. Και λέει ακόμη ότι το μόνο που είναι γεγονός είναι αυτό που συμβαίνει στο τώρα.


Όλα τα υπόλοιπα είναι προϊόντα του νου, πρόκειται είτε για προβολές για το τι θα συμβεί στο μέλλον, είτε για εκτιμήσεις για το τι συνέβη στο παρελθόν. Το βιβλίο αυτό λέγεται «Η δύναμη του Τώρα», μου είχε δώσει κίνητρο για να ξεφύγω από τις εμμονές μου και έμπνευση για να γράψω το δεύτερο βιβλίο μου που λέγεται «Τώρα! Τώρα! Τώρα!». Όποτε είμαι γεμάτος αυτοπεποίθηση και ενθουσιασμό για τη ζωή, ζω το τώρα. Ακόμη δεν έχω καταφέρει να ζω το τώρα όταν η αυτοπεποίθηση έχει πάει περίπατο και ο μεγάλος Νίκος όχι απλώς κρίνει, αλλά κατασπαράζει τον μικρό Νικόλα μέσα μου. Τότε ακριβώς κάνει την εμφάνισή της μια άλλη δύναμη, σκοτεινή και σαγηνευτική, που μπορεί όλα να τα διώξει και όλα να τα ομορφύνει. Μια δύναμη μεγαλύτερη από το αλκοόλ, από την ηρωίνη, από το σεξ το ίδιο: η ζάχαρη. Όπως κάποιοι εξακολουθούν να πιστεύουν πως ο πρωθυπουργός μας είναι ο πιο κατάλληλος πρωθυπουργός για να κυβερνήσει τη χώρα, έτσι κι εγώ έχω κάθε δικαίωμα να θεωρώ ότι η ζάχαρη είναι για μένα το πιο ισχυρό ναρκωτικό που έχει ακόμη πάνω μου τη δική του ανεπανάληπτη δυναμική.

Στο sweet movie το αίμα αναβλύζει μέσα από ένα λόφο ζάχαρης, η οποία εκείνη τη στιγμή έχει τη δύναμη να αποτυπώσει στα εγκεφαλικά μου κύτταρα την εικόνα του γλυκού θανάτου. Κάθε φορά που ακούω «τα παιδιά κάτω στον κάμπο» σκέφτομαι ζάχαρη, σκέφτομαι θάνατο.

Είχα γεμίσει τα χέρια μου με μέλι και κυνηγούσα τον Άρη με το βάζο έτοιμο για να τον λούσω, προσπαθούσε να διαμαρτυρηθεί «τι πας να κάνεις;», και του απαντούσα «ησύχασε δεν γυρίσαμε από το «Στέλλα» αλλά από το «9 ½ βδομάδες». Τι νομίζεις ότι θέλω να κάνω;». Κάθε φορά που ακούω τον Τζο Κόκερ σκέφτομαι ζάχαρη, σκέφτομαι έρωτα.

Η εξάρτηση είχε φυσικά ξεκινήσει από την παιδική ηλικία και είχε φυσικά ξεκινήσει με την ίδια ως σήμερα και απαράλλακτη ΙΟΝ γάλακτος. Όσο μεγάλωνα, το ρεπερτόριο διευρυνόταν, τις δε στιγμές έξαρσης, ακόμα τις θυμάμαι. Στον «Φλόκα» των Αμπελοκήπων, που πίσω του βρισκόταν το «Σινέ Πλάζα»,  μια τέτοια έξαρση ήταν το παγωτό «Σικάγο», πηχτή σος σοκολάτας πάνω από τη σαντιγί πάνω από το παγωτό κακάο. Εξίσου δραματική εμπειρία αποτελούσε  και το εξωτικό παγωτό «Κιλιμάντζαρο», το οποίο όμως θυμόμουν περισσότερο για το μακρόστενο ποτήρι του και το επίσης πρωτοανακαλυπτόμενο για μένα μακρόστενο κουταλάκι που το συνόδευε. Τηρουμένων των αναλογιών, αυτό το κουταλάκι εκτελούσε τα ίδια χρέη που σε άλλες εποχές και σε άλλες ηλικίες θα εκτελούσε η σύριγγα. Με αυτό το μαγικό κουταλάκι μπορούσα με μία και μόνο εξόρυξη να φτάσω στον πάτο του ποτηριού και κατά την άνοδο να συμπαρασύρω μαρέγκα που βρισκόταν κάτω κάτω, μαζί με τρεις τουλάχιστον γεύσεις παγωτό, αν θυμάμαι καλά, πραλίνα, φιστίκι και φράουλα, και επιπλέον και σαντιγί. Είχα εξελιχθεί στον πιο ταλαντούχο εξορυχέα παγωτού Κιλιμάντζαρο. Η απόλαυση αυτή λάμβανε κατά κανόνα χώρα Σάββατο απόγευμα μετά το σχολείο (ανήκω στη γενιά που πηγαίναμε σχολείο και το Σάββατο) μαζί με τους συμμαθητές μου. Η έξοδος όμως με τους συμμαθητές καταντούσε προβληματική γιατί θα έπρεπε ταυτόχρονα με την εξόρυξη να τους μιλάω, κάτι που σε συνδυασμό με την ελλειμματική μου προσοχή, καταντούσε μαρτύριο. Εγώ ήθελα να συγκεντρωθώ στον σκοπό της εξόδου, που ήταν αποκλειστικώς η εξόρυξη παγωτού Κιλιμάντζαρο. Στο τέλος κατέληξα να βγαίνω αποκλειστικά με τη γιαγιά μου προκειμένου να μην υπάρχει διάσπαση κατά τη διεργασία. «Έλα γιαγιά πάμε σου λέω, έχουμε αργήσει». Η γιαγιά με το μαύρο τσεμπέρι, και το βασανισμένο βλέμμα του ταλαιπωρημένου ανθρώπου που είχε γνωρίσει κατοχή και εμφύλιο και χηρεία, δεν ήξερε πώς να πει όχι στον κακομαθημένο αλλά παράλληλα μονάκριβο εγγονό. Η γιαγιά κι εγώ τρώμε παγωτό στου Φλόκα. Η γιαγιά δηλαδή τρώει ένα ταπεινό κασάτο με εκείνα τα αποκρουστικά πλαστικά κομματάκια που είχαν το θράσος να αποκαλούνται «φρουτάκια». Κι εγώ επιτέλους μόνος μου μακριά από τους ενοχλητικούς συμμαθητές ασχολούμαι αποκλειστικά και μόνο με αυτό που νόμιζα ότι λέγεται απόλαυση και που στην ενήλική μου ζωή ανακάλυψα ότι έχει κι άλλο, πιο ύπουλο όνομα: «εξάρτηση».

Αργότερα ως φοιτητής, ανακάλυψα τη Δωδώνη, χιλιάδες χρόνια πριν γίνει αλυσίδα, και ήταν η μόνη που είχε παγωτό παρφέ, πιο λιπαρό πεθαίνεις από χοληστερίνη επί τόπου, χωρίς τα παραπάνω αποκρουστικά φρουτάκια, αλλά με, ώ ναι φοβερή καινούργια μου ανακάλυψη, κομματάκια σοκολάτας. Οι μοδάτοι συμφοιτητές μου περίμεναν στην ουρά στο υπόγειο της οδού Αναγνωστοπούλου για να πάρουν από το πρωτοεμφανιζόμενο Fresh τάρτες με φρέσκα φρούτα (τι ανιαρό θεέ μου, κατά αντιστοιχία μου θυμίζει την μπύρα χωρίς αλκοόλ, ποιος ο λόγος να κάνεις την αμαρτία αν δεν υπάρχει λιπαρό βούτυρο και παχιά σοκολάτα;) κι εγώ κατηφόριζα προς το Σύνταγμα για να καταβροχθίσω στα όρθια ένα «Μόκα Φέιβοριτ» στον μικρό Ζωναρά. Και η λαχτάρα μου ήταν όταν τις Κυριακές έβλεπα τον μπαμπά στη Βουλιαγμένη, φεύγοντας να μην ξεχάσουμε να πάρουμε 12 («γιατί θέλει και η γιαγιά μπαμπά» έλεγα ψέματα) νεγράκια από τον Τάσο. Αχ εκείνα τα νεγράκια.  Πριν κάνουν την εμφάνισή τους, υπήρχαν τα κοκ της εποχής (όχι πως και τα σημερινά δεν υποπίπτουν κατά κανόνα στο ίδιο σφάλμα) τα οποία ήταν πηγμένα σε ένα αδιάφορα αφράτο παντεσπάνι με μία εξίσου αδιάφορη ελαφρώς λεμονάτη κρέμα. Και ήρθε ο πρωτοπόρος κύριος Τάσος να ταράξει τα νερά της λιμνάζουσας Βουλιαγμένης με τα επαναστατικά νεγράκια του. Το κοκ έχει τραγανή επικάλυψη σοκολάτας, γέμιση  πηχτής κρέμας σοκολάτας, όχι τύπου μους, αλλά καθώς πρέπει σοκολάτας, και σαν να μην έφτανε αυτό το όργιο, υπήρχαν από πάνω και τρίμματα σοκολάτας. Οι δώδεκα μικροί νέγροι δολοφονούνταν εν μια νυκτί, δεν ήταν δέκα, δεν έμεναν στο ψυγείο παραπάνω από μία μέρα το πολύ, και δεν προλάβαινε να φάει κανένας άλλος, συμπεριλαμβανομένης και της δύσμοιρης γιαγιάς μου.

Και φτάνουμε στο τώρα. Μεσολαβεί βέβαια ένα μεγαλούτσικο διάλειμμα όπου η  τούρτα παγωτό Black Venus έχει αντικατασταθεί από τη Veuve Clicquot και το διάλειμμα συνεχίστηκε με Chablis, Grey Goose και ολονυχτίες στο Bee όπου ο μπάρμαν ήταν σαν έτοιμος από καιρό με τη βότκα με πάγο χωρίς λεμόνι στην μπάρα πριν ακόμη προλάβω να τον χαιρετήσω. Nα δω τι θα έκανα σήμερα στην Ελλάδα της κρίσης, αν το διάλειμμα συνεχιζόταν, θα αναγκαζόμουν να καταλήξω στον ρητινίτη και άγιος ο Θεός και θα ζούσα το δράμα μου, «μα γιατί να μην μπορώ κι εγώ να πιώ μια γουλίτσα, μια τόση δα γουλίτσα ντομ, μπου χου χου».

Η καινούργια μου ανακάλυψη είναι ένα μικρό ζαχαροπλαστείο στην οδό Μαρασλή. Όχι στον χαμό του Ευαγγελισμού, πιο πάνω. Σαν να έχουν βγει από τον Ρατατούι, όλοι οι άνθρωποι του συνοικιακού γλυκομάγαζου δουλεύουν νυχθημερόν. Τα πάντα είναι προσιτά στον περαστικό που βλέπει μαζί με τα εμπορεύματα και το παρασκευαστήριο. Οι νεαροί και οι νεαρές που εργάζονται, φορούν λευκές ρόμπες και σκούφους και διαλογίζονται καθώς ζυμώνουν, χτυπάνε τις κρέμες στο μίξερ ή σφουγγαρίζουν. Μόλις μπει ο πελάτης, ένας από τους εργάτες πετάγεται και εξυπηρετεί. Χαμογελά και απαντά στις ερωτήσεις. Όταν εγώ γκρίνιαξα ότι την τελευταία φορά η μαρέγκα μου δεν ήταν κρατσανιστή αλλά μαστιχωτή και κολλούσε στα δόντια, ο χαμογελαστός σεφ δεν δικαιολογήθηκε, αλλά μου απάντησε «γι’ αυτό Νικόλα μου έχουμε εσάς τους καλοπροαίρετους πελάτες μας, για να μπορούμε να διορθωνόμαστε». Τι να πεις μετά; Την παραμονή της Πρωτοχρονιάς πήγα να πάρω τη βασιλόπιτα που είχα παραγγείλει. Το ζαχαροπλαστείο δεν είχε δυο μήνες που είχε ανοίξει και αυτό που αντίκρισα με είχε κατασυγκινήσει. Εκατοντάδες τυλιγμένες βασιλόπιτες ήταν ντανιασμένες και περίμεναν τους παραγγελιοδόχους τους. Καθώς ήμουν στην αναμονή για να παραλάβω τη δικιά μου, χάζευα τα κολλημένα σε κάθε πίτα χαρτάκια με τα ονόματα των παραγγελιών. «Δεν μπορεί να είναι συνωνυμίες όλα αυτά τα επίθετα, μάλλον αφορούν τους ίδιους που ο κόσμος αποκαλεί «επώνυμους»» σκέφτηκα. Όλος ο προϋπολογισμός της χώρας, όχι ο τωρινός προϋπολογισμός αλλά ένας από τις προηγούμενες, τις ένδοξες εποχές, δεν καλύπτει το άθροισμα των εισοδημάτων των ονομάτων από τα χαρτάκια που χάζευα. Την πρωτοχρονιά πήγα να διαμαρτυρηθώ ότι είχαν ξεχάσει να βάλουν νόμισμα μέσα στην πίτα, όπως είχα ζητήσει. «Σοβαρά Νικόλα; Κάναμε τέτοια γκάφα; Και τι κάνατε;» ρώτησε με φανερή ανησυχία ο χαμογελαστός σεφ. «Τίποτα δεν είναι τυχαίο» ξανασκέφτηκα. Η ευγένεια και η ανθρωπιά είναι δυσεύρετα αγαθά και όταν τα βρίσκει κανείς μπροστά του δεν τα αφήνει.

Η μαρέγκα στοιχίζει δυόμιση ευρώ και έχει το μέγεθος μικρής τούρτας. «Θα φάω τη μισή σήμερα και την άλλη μισή αύριο» λέω ψέματα στον εαυτό μου. Κόβω τη μισή, την τοποθετώ προσεκτικά χωρίς να θρυμματιστεί στο πιάτο, και παίρνω το κουταλάκι. «Χμ… Οι παραινέσεις μου εισακούστηκαν και δεν γίνονται πια λάθη στο ψήσιμο, η μαρέγκα βγαίνει πάντα τραγανή!». Κλείνω τα μάτια και αφήνω την απόλαυση να εκτροχιαστεί. Κρέμα κάστανο, τρίμματα κάστανο και λίγη σαντιγί συνοδεύουν τη μαρέγκα μου. «Γιατί δεν την λέτε «μόνμπλαν» αλλά απλώς «πάβλοβα κάστανο»; Νομίζω ότι την αδικείτε» σχολίασα ως (πρώην;) ξερόλας. «Γιατί Νικόλα μου προσπαθούμε να είμαστε ταπεινοί» απάντησε ο φιλόσοφος σεφ με τα χαμογελαστά βαθυγάλανα αθώα μάτια. Η άλλη μισή φαγώθηκε καθώς αναπολούσα τον διάλογο μέσα στο ζαχαροπλαστείο και χαμογέλασα. Ποτέ δεν παίρνω δεύτερη μαρέγκα για το σπίτι, γιατί ξέρω πως όσες και να πάρω, τόσα ψέματα θα πω και όλες οι μαρέγκες θα εκτελεσθούν επιτόπου.

Ο Έκχαρτ Τόλε λέει, παρακολούθα την ιστορία σου σαν μην είναι η δική σου. Όσο περισσότερο παρακολουθείς τόσο λιγότερο το εγώ σου έχει την πρωτοκαθεδρία. Όταν πονάω, προσπαθώ να θυμηθώ τον νεοβουδιστή φιλόσοφο. Συχνά τον θυμάμαι και ενίοτε εκτελώ με επιτυχία τις οδηγίες του: αντί να συμμετέχω, με παρακολουθώ και ως δια μαγείας η προοπτική αλλάζει, η προτεραιότητα ανατρέπεται και εγώ ζώντας το τώρα μου, χαμογελάω. Μερικές φορές όμως η απώλεια είναι εξουθενωτική. Και τότε η μαρέγκα του Τάσου ( όντως κι αυτός Τάσος, φαίνεται πως πίσω από μια πετυχημένη συνταγή κρύβεται πάντα ένας Τάσος) δρα καταλυτικά και αστραπιαία. Και δεν υπάρχει τίποτα πιο βαρετό από το μέτρο.


* Εικονογράφηση: Ιάσονας Δεληγιάννης-Φέτσης

Σχόλια Χρηστών

Συνδεθείτε ή Εγγραφείτε για να συμμετάσχετε στη συζήτηση