Μικρές μαγειρικές Πομπηίες

28 Απριλίου 2015
Αύγουστος Κορτώ
Όσο έχει κλάψει ο μέσος άνθρωπος – ο στοιχειωδώς νορμάλ – για χωρισμούς, ερωτικές απογοητεύσεις και προδοσίες, εγώ έχω κλάψει στην κουζίνα.


Όσο έχει κλάψει ο μέσος άνθρωπος – ο στοιχειωδώς νορμάλ – για χωρισμούς, ερωτικές απογοητεύσεις και προδοσίες, εγώ έχω κλάψει στην κουζίνα, κι όχι καθαρίζονταις κρεμμύδια, αλλά πάνω από πανωλεθρίες που ξεκίνησαν για φαγώσιμα και κατέληξαν σαν τα παιδιά της Έχιδνας (μαμάς της Λερναίας Ύδρας, της Σκύλλας και της Χάρυβδης, και της θείας μου της Γίτσας απ’ τα Σγκούρβαλα Πιερίας που έφτασε τα 110 γιατί τη φοβότανε κι ο Χάρος).

  Και το πιο εξοργιστικό; Τις παταγώδεις αυτές αποτυχίες τις υπέστην προσπαθώντας να φτιάξω εδέσματα εξ όψεως απλούστατα, που η θηριώδης αυτοπεποίθησή μου έλεγε ότι θα κατάφερνα να τα ξεπετάξω με κλειστά μάτια και τα χέρια δεμένα πισώπλατα.

  Έτσι, κατόπιν προτροπής της ψυχιάτρου μου, που ισχυρίζεται ότι μόνο αν μοιραστώ το τραυματικό βίωμα θα μπορέσω να το ξεπεράσω, αποφάσισα να μιλήσω για πρώτη φορά για μερικές απ’ αυτές τις τραγωδίες, με την ελπίδα να μη βρεθεί κανείς ποτέ στη θέση μου, να χτυπιέται στα μωσαικά και να ρίχνει στάχτη τα μαλλιά του όπως η Ιοκάστη όταν κάποιος της σφύριξε τι σημαίνει milf.

Το κόψιμο (της μαγιονέζας)

  Ήμουνα γύρω στα δεκάξι όταν ο εκλεπτυσμένος ουρανίσκος μου (μεγαλωμένος με την εκλεκτότερη σαβούρα, όπως τα περίφημα γαριδάκια Στρουμφ που απ’ τα πολλά συντηρητικά αποβάλλονταν απ’ τον οργανισμό ως καπότες μπλε), έκρινε πως οι μαγιονέζες του εμπορίου ήταν για τα μπάζα, κι ότι, ακολουθώντας πρωτίστως το ένστικτό μου (διότι απ’ τον πολύ εγωισμό μου είναι αδύνατον να ακολουθήσω πιστά συνταγή, ακόμα κι αν είναι να φτιάξω αυτήν την γκαμήλα που τη γεμίζεις με αρνιά που τα γεμίζεις με κοτόπουλα που τα γεμίζεις με ορτύκια που τα γεμίζεις με ενοχές γιατί το ζωικό βασίλειο πάπαλα) θα έφτιαχνα την κορυφαία μαγιονέζα της ιστορίας.

  Κρίνοντας απ’ το ότι τα βασικά υλικά ήταν ελάχιστα κι ο χρόνος προετοιμασίας σύμφωνα με τη Χρύσα Παραδείση ένα δεκάλεπτο το πολύ, ήμουν πεπεισμένος ότι θα θριαμβεύσω. Γι` αυτό, απ’ την πολλή σιγουριά, στην πρώτη φουρνιά ξέχασα ότι απ’ το αυγό η μαγιονέζα θέλει μόνο τον κρόκο, και χτύπα-χτύπα άφρισε το ασπράδι σαν αρχιμανδρίτης σε Gay Pride και η πρώτη απόπειρα κατέληξε όλη στον απόπατο.

  Τη δεύτερη φορά τα πήγα αισθητά καλύτερα: μετά το δεκάλεπτο, το μείγμα από ελαιόλαδο, κρόκο, λεμόνι, αλάτι και την ευχή της μάνας άρχισε να μοιάζει με μαγιονέζα – τουλάχιστον μέχρι που το δοκίμασα, κι έπεσα τ’ ανάσκελα στο πάτωμα βογκώντας, γιατί απ’ το πολύ λάδι που ’χα βάλει το αποτέλεσμα ήταν πιο βαρύ κι από smoothieμουσακά με τριπλή μερίδα μελιτζάνα.

  Τρίτη και φαρμακερή, μονολογώ, κι αφού προσθέτω τα υλικά στη γαβάθα, λέω, σιγά μην κάτσω πάλι να σβαρνίζω τη χυσαμόλη σαν τον είλωτα με το πιρούνι όπως λέει η συνταγή – κορόιδο είμαι; Με το μίξερ σε δύο λεπτά θα ’ναι έτοιμη.

  Και κάπως έτσι έμαθα ότι τίποτα στον κόσμο δεν σφουγγαρίζεται πιο δύσκολα απ’ το πλακάκι της κουζίνας όσο το λαδολέμονο με κρόκο. Κι έκτοτε, ακόμα και τις μαγιονέζες του εμπορίου τις κοιτάω σαν να ’χουν τα βαζάκια μέσα νιτρογλυκερίνη, που άμα τα πιάσω απότομα μπορεί και να σκάσουν και να μοιάζω σαν τη γαΐδάρα μετά το ζευγάρωμα.

Ραβανί για ύαινες

  Για να καταλάβετε πόσο άρρωστος γλυκατζής είμαι, τω καιρώ εκείνω, όταν η επιστημονική κοινότητα διχαζόταν για το κατά πόσον ανήκα στο ηλιακό σύστημα ή αν ήμουν πλανήτης-νάνος, δεν το ’χα σε τίποτα να ξεκινήσω με τ’ αμάξι να πάω από Σαλονίκη Βέροια μόνο και μόνο για να πάρω ένα κιλό ραβανί, να παρκάρω σε καμιά καβάτζα της εθνικής, και να του ξηγηθώ μέχρι να θολώσουνε τα τζάμια.

  Μέχρι το επίαχο βράδυ όταν, λίγο μετά τις οχτώ, η Κατερίνα κι εγώ λαχταρήσαμε συγχρόνως ραβανί σαν τις λεχώνες – και υπολογίζοντας ότι μέχρι να φτάσουμε στην πατρίδα του κολασμένου σοροπιαστού τα ζαχαροπλαστεία θα ’χαν κλείσει και θα κλαίγαμε με αναφιλητά έξω απ’ τα στόρια σαν τη νυχού στο Νέο Δελχί όταν σκάει για πεντικιούρ ο φακίρης, πήραμε την ηρωική, παράτολμη και καταστροφική απόφαση να φτιάξουμε μόνοι μας ένα ταψί, ακολουθώντας μία απ’ τις διάφορες συνταγές των βιβλίων ζαχαροπλαστικής που έπιαναν αράχνες, σκόνη, μούχλα και δάκο στο πάνω ράφι της κουζίνας.

  Μόνο που ο αθεόβος ο ζαχαροπλάστης, αν έχεις τον Θεό σου, έλεγε ότι για ένα κιλό ραβανί χρειάζονται δώδεκα – όχι πέντε, όχι δέκα, δώδεκα! – αυγά, ολόκληρα. Κι έτσι, αφού ανακατεύουμε τα υπόλοιπα υλικά, κοπανάμε μέσα και δυο εξάδες αυγά από εκείνα τα extralargeπου είναι λίγο πιο μικρά απ’ αυτά της Καλίσι της δρακομάνας, και χώνουμε το ταψί στο φούρνο να ψηθεί με τις ευλογίες μας.

  Και στο σαραντάλεπτο απάνω, το οποίο είχαμε περάσει στο σαλόνι καπνίζοντας κι εξουδετερώνοντας περαιτέρω το αισθητήριο της όσφρησης, επιστρέφουμε και οι δύο στην κουζίνα, κι αφού κλείνουμε τον φούρνο, ανοίγουμε την πόρτα κι από τη λαιμαργία χώνουμε μέσα τις κεφάλες μας σαν τη Σύλβια Πλαθ.

  Ε, ρε, κι όπως φαντάζεστε, επειδή δώδεκα αυγά σημαίνει μια μπανιέρα ασπράδια, με το που ανοίγει η πόρτα του φούρνου βγαίνει από μέσα όχι η μπόχα του κλούβιου αυγού, αλλά ο θάνατος ο ίδιος, μαζί με όλα τα πεθαμένα του Άδη, τους τέσσερις Καβαλάρηδες της Αποκάλυψης και την πορδή του αφρικανικού ελέφαντα άμα τον ταΐζεις μόνο λαχανάκια Βρυξελλών και τον πιάσει σούρδιση.

  Ένα χρόνο κάναμε να ξαναφάμε ραβανί. Με σάμαλι απ’ το περίπτερο τη βγάζαμε.

Κρεμ καταραμένη

  Ένα γλυκό που δεν βρίσκεις συχνά τη σήμερον ημέρα αν και μικροί το τσακίζαμε καθ’ εκάστην και αργία είναι η κρεμ καραμελέ. Από τότε που βγήκε στην πιάτσα η κρεμ μπρυλέ, την έφαγε λάχανο, και είναι πια ζήτημα αν θα τη φας και σε σπίτι.

  Βεβαίως, τότε, οι πιο πολλές νοικοκυρές την έφτιαχναν απ’ το έτοιμο μείγμα στο κουτάκι, συμπεριλαμβανομένης και της μάνας μου της ακαμάτρας, που έτσι κι αλλιώς το γλυκό το ήθελε με σοκολάτα, κι όλα τ’ άλλα τα ’βλεπε όχι με μισό μάτι αλλά ούτε με μισό μεσόφρυδο.

  Αυτό ήταν που ώθησε κι εμένα, πριν καμιά δεκαριά χρόνια, στο απονενοημένο διάβημα της παρασκευής μιας κρεμ καραμελέ που θα άλλαζε την πορεία της ιστορίας – η κουτοπονηριά ότι, αφού μπορείς να τη φκιάσεις έτοιμη, με το φακελάκι στο κουτί, φαντάσου τι γελοίο γλυκό είναι. Και στρώνομαι να την ξεπετάξω.

  Την πρώτη κατραπακιά την τρώω όταν πάω να ετοιμάσω την καραμέλα – που λες, πόσο δύσκολο πια, νερό με ζάχαρη είναι η ρημάδα, ΠΟΣΟ να τη σκατώσω; Εσύ είσαι που το λες; Τρίβε τώρα μισή ώρα το κατσαρολικό γιατί σου άρπαξε το μείγμα κι έγινε μια μαύρη κατάρα σαν πίσσα για άσφαλτο δύο εθνικών οδών. Στη δεύτερη απόπειρα-Κούγκι, αποφάσισα ότι θα έκανα μια μικρή παρασπονδία, και θα πρόσθετα έτοιμο σιρόπι καραμέλας, το οποίο είχα πάρει απ’ το σούπερ-μάρκετ καλού-κακού επειδή ξέρω τι Γκρέτα Άγαρμπο είμαι. Οπότε απόμενε να φτιάξω την ίδια την κρέμα.

  Εδώ να επισημάνω ότι τότε ακόμα είχα μόλις κατέβει απ’ την ορεινή μου σπηλιά, και η μόνη βανίλια που ήξερα ήταν αυτή που είναι σαν κόκα χωρίς κοκαΐνη, σ’ εκείνα τα μικρά πλαστικά σκάγια, που μια φορά πήγα να τ’ ανοίξω με τα δόντια κι έφυγε σφαίρα το κόκκινο καπάκι και φράκαρε στο λαρύγγι μου και παραλίγο να πάω αδιάβαστος στο άνθος της ηλικίας μου και να μην μπορούν να με κλάψουν και οι δικοί μου λόγω του γελοίου θανάτου, διότι σε ρωτάει ο τεθλιμμένος συγγενής «Από τι πήγε, νέο παιδί;» κι εσύ απαντάς «Από καπάκι βανίλιας» και σου λύνεται το άντερο. Ιδέα δεν είχα για αποστάγματα κι εκχυλίσματα Μαδαγασκάρης, αυτά στα φιαλίδια των γκουρμεδομάγαζων που είναι διαβασμένα από σαμάνο με τρεις ρώγες, που σου πέφτει μια σταγόνα στο πάτωμα και πέφτεις στα τέσσερα και τη μαζεύεις με τη γλώσσα μην πάει άκλαφτο το δεκαέυρο. Όχι τίποτα άλλο, δηλαδή, αλλά το αποτέλεσμα έτσι κι αλλιώς επρόκειτο να είναι λίγο πιο άοσμο και άγευστο από boyband.

  Ή μάλλον θα ήταν άοσμο, αν είχα μάθει απ’ το ραβανί το μάθημά μου σχετικά με τα αυγά, κι ότι το καταραμένο το ασπράδι καλύτερα να σου χυθεί στη γαβάθα το ασπράδι του ματιού σου παρά του αυγού του δίκροκου του νταβραντισμένου.

  Και καθώς το συγκεκριμένο στουμπέτσι δεν έμελλε να ψηθεί αλλά να μπει στο ψυγείο για να σφίξει και να γίνει τούμπανο, δεν με προειδοποίησε με τη γνώριμη ευωδιά του γορίλλα με υπερίδρωση.

  Και γυρνάει το βραδάκι απ’ τη δουλειά το Κουτάβι, και του λέω τι σου ’χω, και μου λέει τι μου ’χεις, και του λέω μην είσαι περίεργος, θα δεις, και παραγγέλνω σουβλάκια καθ’ όσονμου ’χε εξαντλήσει την ικμάδα το δεκάλεπτο της ετοιμασίας, και δεν βάσταγα να μαγειρέψω, διότι είχα και κοτζάμ ναρκαλιευτή να περιμένει στον υπολογιστή.

  Όπου κατεβάζουμε τα δίπιτα, κι εγώ τρέχω στο ψυγείο και φέρνω την κρέμα, που είχε σφίξει όσο σφιχτοί είναι οι κοιλιακοί που δεν έχω, κι απ’ την πολλή μου τη χαρά ξεχνάω και το σιρόπι, που τι χρειάζονται τα σιρόπια όταν έχεις φτιάξει τέτοιο έπος;

  Οπότε δοκιμάζει ο καλός μου, υψώνει με επιδοκιμασία τα φρύδια να μη με κακοκαρδίσει, και λέει: «Ωραία η ομελέτα, αλλά δεν τη βάζεις λίγο στα μικροκύματα να ζεσταθεί; Και φέρε και το αλάτι όπως έρχεσαι.»

  Τέτοια επιτυχία.

Αλάτι χοντρό σαν το κεφάλι μου

  Εμείς παιδάκια μου καλά, που γεννηθήκατε μετά το ίντερνετ και την επέλαση του ριζότο με μελάνι σουπιάς και του σταμναγκαθιού που ακόμα να μάθω τι είναι, στα χρόνια μας δεν είχαμε αλάτι Ιμαλαΐων και ανθό αλατιού κι αλάτι Μόρντορ απ’ την τσίμπλα του Σάουρον. Είχαμε ένα αλάτι, το γνωστό ιωδιούχο που αγόραζες απ’ το σούπερ μάρκετ στο πλαστικό το ντίλντο, και το άλλο το χοντρό στο σακουλάκι, το λεγόμενο και μαγειρικό.

  Ε, αυτό το ‘μαγειρικό’ ήταν που με πλάνεψε. Διότι, με το πολύ μυαλό που έχω, πάντοτε νόμιζα ότι αυτό σημαίνει πως προορίζεται για το απλό μαγείρεμα, και μάλιστα σε ίσες ποσότητες με το κανονικό.

  Εκείνο το βράδυ μάλιστα θα είχαμε και μουσαφίρη – η κολλητή μας θα έφερνε να γνωρίσουμε το αμόρε της, που υπηρετούσε φαντάρος στην παραμεθόριο κι απ’ το πολύ το πατατάκι και το συσκευασμένο κρουασάν είχε βγάλει βράγχια. Κι έτσι αποφάσισα να τον φιλέψω το ονειρεμένο μπεκρή μεζέ που φτιάχνω (όχι που θα μου γλίτωνε εμένα πιάτο με τη λέξη ‘μπεκρή’ μέσα), το οποίο θα ετοίμαζα με καλό κόκκινο κρασί, των πέντε ευρώ το δίλιτρο το γυάλινο κι όχι αυτό στο πλαστικό μπουκάλι απ’ το περίπτερο που άμα σου βουλώσει η μπανιέρα είναι ένα κι ένα, τύφλα να ’χει το Mr. Muscle, ρίχνεις λίγο αγιωργίτικο Εξαρχείων και καθαρίζουν μέχρι και τα λούκια του γείτονα.

  Μόνο που μέσα στη φούρια της ετοιμασίας είχα ξεχάσει να πάρω αλάτι, κι όταν το συνειδητοποίησα, το φαΐ ήδη σιγόβραζε στο βαθύ το τηγάνι. Μες στη μαύρη απελπισία, αρχίζω να σκαλίζω το ντουλάπι, βγάζω παλιά κριθαράκια αγορασμένα πριν το ευρώ, σιμιγδάλια με μαμούνι, τα κτερίσματα του Αγαμέμνονα, και με τα πολλά ξεθάβω ένα μικροσκοπικό τάπερ με χοντρό αλάτι, που κι εγώ δεν ξέρω πότε και γιατί το ’χα πάρει, κι απ’ τα χρόνια είχε πετρώσει και το κοπάναγα με το κατσαβίδι, σαν τη Σάρον Στόουν με τον παγοκόφτη ένα πράμα.

  Κι αφού καταφέρνω να ξεκολλήσω ένα μέρος του ορυκτού απ’ το ταπεράκι, πηγαίνω πάνω απ’ το μάτι, κοιτάζω το φαΐ και σκέφτομαι πόσο αλάτι να βάλω. Και καταλήγω ότι θα βάλω όσο θα έβαζα κι απ’ το ψιλό, τουτ’ έστιν μια κουταλιά της σούπας γεμάτη.

  Και πηγαίνει εννιά κι έρχεται η φίλη μας με το δύσμοιρο το φανταράκι, και τον σερβίρω εγώ πρώτο-πρώτο, με αέρα Λωξάντρας, βέβαιος για τον θρίαμβο που εντός ολίγου θα στείλει ρίγη συγκίνησης στον οισοφάγο του.

  Το ρίγος πάντως το πέτυχα. Γιατί με το που καταπίνουν και οι τρεις την πρώτη πιρουνιά – εγώ είχα αναμμένο τσιγάρο, και πιο εύκολα σβήνω τα φώτα σε στοιχειωμένο σπίτι παρά τσιγάρο ακάπνιστο –παίρνουν την ίδια έκφραση που παίρνεις όταν περπατάς αμέριμνος στο πάρκο και ξάφνου καταλαβαίνεις ότι έχεις πατήσει το δωράκι που άφησε στο κατόπι του ο μολοσσός, και το στόμα τους έρχεται και σουφρώνει σαν της γριάς Ινδιάνας όταν ρουφά την πίπα της ειρήνης.

  Διότι είναι που είναι αλμυρό το κρέας το κρασάτο, είχε έρθει και η φτυαριά το χοντρό αλάτι που ’χα βάλει και το ’χε κάνει λύσσα κακιά το φαΐ, που και οι τρεις τη βγάλαν στο μπαλκόνι, να πίνουν εκ περιτροπής απ’ τη μάνικα.

  Πάντως το φαΐ δεν πήγε κι εντελώς χαμένο – έκτοτε, κάθε φορά που έχει έντονες χιονοπτώσεις κι αποκλείονται οι ορεινές οδοί, τα συνεργεία εκχιονισμού πάντα μου ζητάνε τη συνταγή του κρασάτου μου, διότι σου λέει, τον κάνει τον πάγο άφαντο.

  (Κι ενώ θα μπορούσα να διανθίσω την αφήγηση με πλήθος άλλα περιστατικά συντριβής και οδυρμού πάνω απ’ το μάτι της κουζίνας – όπως τότε που έκανα τάχαμου δίαιτα, και είχα βάλει μια δεκάδα αυγά να βράζουν για να τα τρώω σφιχτά και να ξεγελάω τη στομάχα μου την άδεια, και ξεχάστηκα παίζοντας ιντερνετικό Scrabble μέχρι που εξατμίστηκε το νερό κι άρχισαν να σκάνε τα αυγά στην καυτή κατσαρόλα σαν βαρελότα, και πανικόβλητος ότι είχαν μπει κλέφτες απ’ την μπαλκονόπορτα της κρεβατοκάμαρας πήρα τηλέφωνο το Κουτάβι και του είπα ψιθυρίζοντας ότι ήταν ο μεγάλος έρωτας της ζωής μου κι ότι η διαθήκη ήταν κρυμμένη στο κουτί του πανετόνε ανάμεσα στους απλήρωτους λογαριασμούς – αλλά πρέπει να σας αφήσω για να επιβλέψω την πάβλοβα που έχω βάλει στα σκαριά, και η οποία, κρίνοντας απ’ τις είκοσι πέντε σελίδες της συνταγής και τα περιστατικά αυτοχειριασμού που αναφέρονται στις υποσημειώσεις πρέπει να είναι ευκολάκι. Κι αν τύχει αυτά να είναι τα τελευταία λόγια μου, θέλω να θυμάστε ότι σας αγάπησα, κι ότι υπήρξα ένας γενναίος άντρας).


Εικονογράφηση Ιάσονας Δεληγιάννης-Φέτσης

               

Σχόλια Χρηστών

Συνδεθείτε ή Εγγραφείτε για να συμμετάσχετε στη συζήτηση