Τα ρεβεγιόν του Πίτερ Παν

23 Δεκεμβρίου 2015
Κωνσταντίνος Ακύλας
Ένας από τους λόγους που είχα κάνει το εστιατόριο ήταν γιατί μου άρεσαν τα πάρτι. Κατά συνέπεια τα ρεβεγιόν στο Πίτερ Παν είχαν αποκτήσει τη δική τους ξεχωριστή φήμη. Όχι όμως χωρίς κόπο και αγωνία.


Αλλά τώρα που τα αναπολώ θυμάμαι ότι τα διασκέδαζα πάντα, χωρίς να αφήνω το άγχος να με κυριεύσει, και η ανάμνηση από αυτά είναι γλυκιά.

Υπήρχε ένα ολόκληρο «τελετουργικό» πριν φτάσουμε στην τελική ευθεία. Όλα ξεκινούσαν από τη διακόσμηση. Η Ξανθή, φοιτήτρια στη Σχολή Καλών Τεχνών, δούλευε ως σερβιτόρα για να χρηματοδοτήσει τις σπουδές της και επιμελούνταν της διακοσμήσεως. «Έτη φωτός από οποιοδήποτε άλλο εστιατόριο» σκεφτόμουν με περισσή υπερηφάνεια και κόμπαζα λες και δεν είχα τον Πίτερ Παν στο Χαλάνδρι, αλλά το Le Cirque 2000 στο Μανχάταν. Πάντως εκείνες τις μέρες η Ξανθή μας έκανε όντως να αισθανόμαστε σαν Μανχάταν. Τι έλατα από πλαστικά ποτήρια σαμπάνιας τα οποία τα αναποδογύριζε και τα κρεμούσε στο ταβάνι, τι χάρτινα κάστρα με χιόνι να πέφτει στις πολεμίστρες τους από μια βίντεο εγκατάσταση, τι χίπστερ μάγοι παύλα νταγκ κουΐν που συμβόλιζαν όλες τις φυλές και όλες τις μειονότητες του κόσμου. Κάθε χρονιά γινόμασταν όλο και πιο προχώ και το Χριστουγεννιάτικο μήνυμα αποκτούσε εικαστικό κόνσεπτ.

Στη συνέχεια έπρεπε να γίνουν οι καταχωρήσεις στα περιοδικά με απόλυτη μυστικότητα, προκειμένου να αποφευχθούν διαρροές για το περιεχόμενου και το κόστος του μενού. Γιατί όπως και να το κάνουμε, ο Πίτερ Παν είχε αποκτήσει σιγά σιγά το δικό του φαν κλαμπ και αυτό συνεπαγόταν κατασκοπεία από τον ανταγωνισμό.

Και καθώς πλησιάζαμε στις γιορτές έφτανε το αγαπημένο μου κομμάτι, το μενού. Ο Πίτερ Παν δεν ήταν πάνω από όλα μια επιχείρηση, αλλά το εστιατόριο που είχε τη δική του οντότητα και κατάφερνε να μας φέρει όλη την οικογένεια πιο κοντά, γιατί όλοι συμμετείχαν στη εορταστική προετοιμασία του εστιατορίου. Ο μπαμπάς ξεκινούσε τη διαπλοκή με τον σεφ, προκειμένου να εξασφαλίζει τα καναπεδάκια του με τον καπνιστό σολομό. Ο σεφ με τη σειρά του προσπαθούσε, σε αντάλλαγμα της παραχώρησης των καναπεδακίων, να πείσει τον πατέρα μου ότι η αγορά των εξωφρενικών υλικών που ήθελε, προκειμένου οι δικές του μετοχές να παραμείνουν υψηλές στο χρηματιστήριο των Χριστουγεννιάτικων μενού, ήταν κάτι το απολύτως φυσιολογικό λόγω των ημερών. Ακόμη θυμάμαι τα φύλλα χρυσού που είχαμε αγοράσει για να δώσουν ένα ξεχωριστό χρώμα στα σουφλέ σοκολάτας. «Μα πόσα χρήματα μπορούσε κανείς να δώσει για ένα μενού;» αναρωτιόμουν. Και όμως, τότε τα έδινε. Κι ας μην είχαμε πυροτεχνήματα, είχαμε τον μπαμπά που πάντοτε θα μας εξέπληττε τελευταία στιγμή με τις φαεινές του ιδέες. Μια χρονιά είχε τσιμπήσει μια μπάντα τσιγγάνων που μπούκαραν με το που μπήκε ο καινούργιος χρόνος, με κλαρίνα και νταούλια. Πάνε οι βιζόν, πάνε τα δεκαπεντάποντα, και νάσου ένας Καλαματιανός να σύρεται κατά μήκος του Πίτερ Παν με τον μπαμπά περιχαρή σκηνοθέτη αυτής της υπερπαραγωγής.

Πίσω στο μενού όμως. Ως δια μαγείας επιτυγχανόταν κάθε χρόνο η χρυσή τομή στο τρίγωνο των διαπραγματεύσεων μεταξύ του πατρός μου, του μάγειρα και της επιχειρήσεως που εκπροσωπείτο από την αφεντιά μου. Τα καναπεδάκια σταθερή αξία, παρέμεναν αναλλοίωτα μέσα στα χρόνια. Το εμπόδιο με τους κροκόδειλους και τους βίσωνες που ιδιαίτερα στο ξεκίνημα αυτής της χιλιετίας ήταν η αναπόφευκτη μόδα για κάθε εστιάτορα που σεβόταν τον εαυτό του, κατάφερνα να το ξεπεράσω, είτε διαποτίζοντας τον σκληροπυρηνικό σεφ με ιδεολογικά μηνύματα είτε υποκύπτοντας στα παραπάνω φύλλα χρυσού ή στην πανάκριβη σος με παλαιωμένο καλβαντός.  Και η ποστ μόντερν  απάντησή μας στους νεοπλουτισμούς της μοριακής κουζίνας ήταν μια ψαγμένη φραγκόκοτα με δαύκο (χα!) ή ένα εναλλακτικό καρέ αρνιού με μύρτιλα. Ούτως ή άλλως και ο μάγειρας κι εγώ γνωρίζαμε πολύ καλά ότι αφού είχαμε δηλώσει συμμετοχή στο παιχνίδι των εντυπώσεων, έπρεπε πάση θυσία να το κερδίσουμε, έστω κι αν αρκετοί από τους πελάτες μας θα μας ζητούσαν τελευταία στιγμή ένα ταπεινό φιλέτο.

Το μενού αποφασίστηκε, η τιμή κατοχυρώθηκε, τόσο όσο να μην είναι εξωφρενικά προκλητική αλλά και ταυτόχρονα να μπορεί να βγάλει τα σπασμένα της χρονιάς και να πληρωθεί το προσωπικό. Και μετά άρχιζε το θρίλερ των κρατήσεων. «Βρε Νίκο μου, αφού μας ξέρεις τους Έλληνες, τελευταία στιγμή αποφασίζουμε. Και κάθε χρόνο ακούμε την ίδια γκρίνια από σένα, μέχρι να γεμίσεις» μου έλεγε η Έλλη. «Όχι, φέτος τα πράγματα είναι διαφορετικά, έχουν ανοίξει χιλιάδες μοδάτα εστιατόρια, σιγά μην έρθουν σε εμάς» απαντούσα στην αδελφή μου με απρόσμενη ανασφάλεια που εξέπληττε κι εμένα τον ίδιο.«Ναι, σιγά μην πάνε στους άσχετους, εσύ το μόνο που δεν κάνεις είναι να τους ταΐζεις μπουκιά μπουκιά στο στόμα. Ποιος άλλος τους καλομαθαίνει τόσο;» προσπαθεί να με καθησυχάσει το Ελλάκι. «Και αν ξανασυμβεί η ιστορία με τα ροζ τηλέφωνα;» αναρωτιέμαι λίγο πριν το τελειωτικό μου σοκ υστερίας «Νίκο, λυπήσου μας με αυτή την ιστορία!» απαντά όσο πιο απότομα μπορεί, τώρα πια με το ύφος της αυστηρής αδελφής που δικαιούται να έχει ως μεγαλύτερη.

Κάθε χρόνο λίγο πριν τις γιορτές, θυμόμουν πάντα το πρώτο ρεβεγιόν Χριστουγέννων στον Πίτερ Παν. Είχαμε μόλις ανοίξει. Κυριολεκτικά, δεν είχαμε πάνω από μια εβδομάδα λειτουργίας και φτάναμε στα Χριστούγεννα. Θεωρούσα, με την αφέλεια που διέκρινε τον πρωτάρη, ότι και μόνο που κατάφερα να λειτουργήσει το εστιατόριο, αρκούσε για να γεμίσουμε. Αμ δε! Φτάσαμε λοιπόν παραμονή Χριστουγέννων και ελπίζοντας μέχρι την τελευταία στιγμή, καταλήξαμε να είμαστε δύο τραπέζια, η οικογένειά μου στο ένα και μία παχουλή μεγαλοκοπέλα στο άλλο με τη μαμά της. Η ίδια πήρε το μενού, η δε μαμά της είχε φέρει ταπεράκι διότι έπασχε από διαβήτη! Και κατά τη διάρκεια του δείπνου, η μοναδική μου πελάτισσα ζήτησε να κάνει ένα τηλέφωνο, που κρατούσε και κρατούσε και όλοι αναρωτιόμασταν σε ποιόν μιλούσε με τόσο νάζι που δεν μπορούσε να περιμένει μέχρι να επιστρέψει σπίτι της. Το μάθαμε λίγες εβδομάδες αργότερα όταν ήρθε ο λογαριασμός του τηλεφώνου, τετρακόσιες χιλιάδες δραχμές, ακόμη το θυμάμαι. Η πελάτισσά μου συνομιλούσε σε ροζ γραμμή, το καινούργιο και τότε πανάκριβο προϊόν της πόλης. Περισσότερες λεπτομέρειες δεν έμαθα ποτέ, αλλά το τραύμα από την παιδική ηλικία του Πίτερ Παν είχε μείνει και επανέκαμπτε σε κάθε παραμονή γιορτών. «Πάλι φέτος θα κάνω μόνος μου με τη νυμφομανή γεροντοκόρη Χριστούγεννα!» κλαψούριζα. «Γιατί, πότε ξαναέκανες μόνος σου, μετά από εκείνη την πρώτη φορά; Τα άλλα σαράντα ρεβεγιόν που μεσολάβησαν, πάει ξεχάστηκαν;» αποφασίζει να επιστρέψει στο παιχνίδι η αδελφή μου. «Να το δεις που φέτος, δεν θα έρθει κανείς!» επέμενα.

«Κύριε Γεωργιάδη, το ποσόν που ζητήσατε για την πώληση της επιχείρησης έχει κατατεθεί στον λογαριασμό σας και με την υπογραφή σας συμφωνείτε να αποχωρήσετε στις τριανταμία δωδεκάτου».  Το τελευταίο ρεβεγιόν είχε όλα τα καλά των προηγούμενων : αγάπη, καλό φαγητό, και λες και κάποιος τους το είχε σφυρίξει ότι από αύριο σταματάμε, όλοι οι καλοί και αγαπημένοι μου πελάτες ήρθαν σε μένα για να υποδεχτούν τον καινούργιο χρόνο. Το τελευταίο ρεβεγιόν ήταν όπως ακριβώς ήθελα να είναι όλα μου τα ρεβεγιόν, αλλά μονάχα σε αυτό η προσπάθεια υπερέβην εαυτόν. Ο νέος σεφ είναι πιτσιρικάς, νευρωτικός και δημιουργικός. Αδιαφορεί για τα φώτα της δημοσιότητας, η οποία τον φλερτάρει έντονα, γιατί αυτά που μαγειρεύει μιλάνε από μόνα τους. Και  όσο σνομπάρει τους δημοσιογράφους, τόσο αυτοί εκλιπαρούν να τον γνωρίσουν. Επιπλέον, υπάρχει μεταξύ μας αμοιβαίος σεβασμός για το έργο του καθενός μας αλλά και για αυτό που αποφασίσαμε να υπηρετήσουμε. Τα πιάτα δεν είναι ούτε σπιτικά, ούτε εστιατοριακά, ούτε μοντέρνα, ούτε δήθεν. Έχουν όμως γεύση και σοφία και ανθρωπιά. Οι πελάτες για πρώτη φορά δεν έχουν ζητήσει καμία αλλαγή στο μενού, ίσα ίσα που έχουν την περιέργεια να δοκιμάσουν το chevicheμε τόνο και σφυρίδα ή τις γαρίδες με chorizo ή την σοκολατόπιτα με πιπερόριζα.

Η Ξανθή ξέρει ότι θα κλείσουμε και έχει βαλθεί να κάνει μια διακόσμηση με ανεξίτηλες καταστροφές. Έτσι κι αλλιώς οι νέοι και αδαείς ιδιοκτήτες έχουν σκοπό να κάνουν ριζική ανακαίνιση. Την επόμενη μέρα το καινούργιο θα κατάπινε την πατίνα. Αλλά προς το παρόν, το ταβάνι του Πήτερ Παν έχει γεμίσει από εκατοντάδες μπάλες που κρέμονται ανισομηκώς. Αρκετές από αυτές αιωρούνται προκλητικά ανάμεσά μας. Οι πελάτες κάθονται και συνομιλούν έχοντας μπάλες και χρυσόσκονη ανάμεσά τους.

Η μπάντα είναι αυτή που πάντοτε ήθελα να έχει ο Πίτερ Παν. Και την πέτυχα στην τελευταία μας βραδιά. Η μουσική έβγαινε απαλή και τρυφερή καθώς επικρατούσε ένα αργόσυρτο σέξι ντραμς, και όσο η βραδιά μεγάλωνε,  η τζαζ ζωήρευε άλλοτε αναγνωρίσιμη και παιχνιδιάρικη και άλλοτε μικρομέγαλη και σοβαροφανής ταξιδεύοντας από τη δεκαετία του πενήντα  και φτάνοντας σε αυτό που εγώ αποκαλώ έρωτα, στον αγαπημένο μου Κιθ. Ναι, αυτή την μπάντα ήθελα πάντα να έχει ο Πίτερ Παν, και σαν έτοιμος από καιρό, ως αμοιβή για «του βίου του την προσπάθεια» την απέκτησε στην τελευταία μέρα της ζωής του.

Πέρασε αρκετός καιρός για να ξεπεραστεί το χριστουγεννιάτικο κενό. Ειδικά τα πρώτα Χριστούγεννα χωρίς τον Πίτερ Παν ήταν αμήχανα, με την Έλλη να προσπαθεί πυροσβεστικά να καλύψει τη διάχυτη μελαγχολία με απανωτά τραπεζώματα σπίτι της και με προσκλήσεις σε σπίτια φίλων. Και ευτυχώς που τα έκανε αυτά το Ελλάκι μου, γιατί το φάντασμα του Πίτερ Παν θα στοίχειωνε ακόμη πιο έντονα χωρίς να υπήρχε κάτι που να μας απασχολούσε διαρκώς.

Στην οικογένειά μου ό,τι μας πληγώνει το αποσιωπούμε. Ο Πίτερ Παν όμως ήταν ένα μεγάλο και σημαντικό κομμάτι της ζωής μου, των ζωών μας, και μας χάρισε πολλές και ευτυχισμένες στιγμές. Με έμαθε να είμαι ο οικοδεσπότης όχι μόνο στον οίκο μου αλλά και στη ζωή μου. Να υποδέχομαι και τους καλούς και τους κακούς. Να ανοίγομαι και στα καλά και στα άσχημα. Γιατί ο Πίτερ Παν με έμαθε ότι τίποτα δεν κρατάει για πάντα. Και όπως τα ωραία πράγματα δεν κρατούν για πάντα, έτσι και τα άσχημα κάποια στιγμή σταματάνε. Ο Πίτερ Παν μου έδινε κάθε χρόνο τα καλύτερα ρεβεγιόν και μου κράτησε για δώρο η πιο τέλεια βραδιά του να είναι και η αποχαιρετιστήρια.  Οι παραμονές των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς εξακολουθούν να έχουν αγάπη και είμαι ευγνώμων γι’ αυτό. Και όταν ο μικρός Νικόλας μέσα μου αναζητήσει και πάλι λίγο από την λάμψη εκείνων των παραμονών στον Πίτερ Παν, δεν έχει παρά να βγάλει ένα εισιτήριο για τη Χώρα του Ποτέ.

Σχόλια Χρηστών

Συνδεθείτε ή Εγγραφείτε για να συμμετάσχετε στη συζήτηση