Κωνσταντίνος Θεοφανίδης, Ο Έλληνας ποιητής των παπουτσιών

29 Απριλίου 2015
Ήρα Σινιγάλια
Παπούτσι από τον τόπο σου κι ας είναι χειροποίητο. Ο Κωνσταντίνος Θεοφανίδης ξεκινάει την επανάσταση του bespoke υποδήματος από τη Θεσσαλονίκη. Με τα χέρια του και με την έμπνευσή του.


Είναι αλήθεια ότι μεγάλωσε μέσα στα παπούτσια, αφού ο πατέρας του είχε βιοτεχνία. Εκεί έμαθε πολλά κι εκεί πήρε την απόφαση να κάνει το δικό του βήμα μπροστά. Έγινε υποδηματοποιός, ίσως ο μόνος στην Ελλάδα που φτιάχνει χειροποίητο επί παραγγελία παπούτσια και έφτιαξε έναν μίνι οίκο στην Προξένου Κορομηλά στη Θεσσαλονίκη. Εδώ και τέσσερα χρόνια κόβει, ράβει, κολλάει και δημιουργεί για εκείνους που μπορούν να καταλάβουν τη φιλοσοφία που κρύβει αυτή η τέχνη… Μια τέχνη που, όπως λέει ο ίδιος, είναι από μόνη της brand. Πολύ καλύτερα μάλιστα αν έχει ονομασία προέλευσης ελληνική!

-Ποιοι έρχονται να φτιάξουν παπούτσια σε εσένα;

Όσοι εκτιμούν κάτι το οποίο είναι χειροποίητο και επί παραγγελία, που έχει ανάλογη φιλοσοφία. Συνήθως αυτούς τους ανθρώπους δεν τους νοιάζει το brand. Σίγουρα στην Ελλάδα δεν είμαστε εξοικειωμένοι με αυτή τη φιλοσοφία, αλλά, λόγω του ότι υπάρχει ως τάση στο εξωτερικό, ειδικά την τελευταία πενταετία, επηρεαζόμαστε κι εμείς.

Όσοι λοιπόν έρχονται εδώ έχουν αποφασίσει ότι χτίζουν την γκαρνταρόμπα τους.  Για παράδειγμα, στα 18 σου χρόνια φτιάχνεις ένα μαύρο παπούτσι, στα 20 ένα καφέ, όπως δηλαδή συμβαίνει με το χειροποίητο κοστούμι. Για να κρατήσουν όμως αυτά, είτε παπούτσια είτε κοστούμια, πρέπει να είναι καλής ποιότητας. Εξάλλου ο άντρας ως προς την εμφάνισή του δεν είναι αναγκασμένος να αλλάζει πολλά σχέδια, αλλά μόνο χρώματα.

-Έχεις παραγγελίες και από το εξωτερικό;

Από ΗΠΑ και Αγγλία μέσω Ίντερνετ, έχω μάλιστα πελάτη που ήρθε από το εξωτερικό στη Θεσσαλονίκη. Όμως επειδή η δουλειά μου απαιτεί την προσωπική επαφή, είναι προτιμότερο να έρθει ο πελάτης στο χώρο μου. Βέβαια υπάρχει η δυνατότητα, αν αρέσει σε κάποιον από το εξωτερικό ένα σχέδιο, να το παραγγείλει. Πάντα όμως θα υπάρχει κάποιου είδους προσωπική επαφή είτε μέσω τηλεφώνου είτε μέσω e-mail.

-Τι βρίσκεις στη δουλειά που κάνεις, γιατί εδώ που τα λέμε, δεν συνηθίζεται στην Ελλάδα η τέχνη του υποδηματοποιού;

Ο πατέρας μου είχε βιοτεχνία υποδημάτων που έφτιαχνε κλασικά σχέδια που απευθύνονταν στη μεσαία τάξη κυρίως. Δίναμε χονδρική σε μαγαζιά. Όμως εγώ ήθελα να κάνω κάτι άλλο και δουλεύοντας ενεργά στο αντικείμενο, στα 25 ξεκίνησα. Μπορεί να ασχολήθηκα με το παπούτσι αλλά το χειροποίητο είναι τελείως διαφορετικό, γιατί είναι άλλος τρόπος κατασκευής. Επίσης έχεις προσωπική επαφή με τον πελάτη και επιπλέον απαιτείται περισσότερος χρόνος για να φτιάξεις ένα χειροποίητο επί παραγγελία παπούτσι.

-Είσαι ικανοποιημένος από το αποτέλεσμα;

Είμαι τέσσερα χρόνια στο συγκεκριμένο χώρο. Τα πρώτα δύο, παρότι δεν είχα ανταγωνισμό, δυσκολεύτηκα να ορίσω τις τιμές και στη συνέχεια να πείσω τον Έλληνα να δοκιμάσει το χειροποίητο παπούτσι. Επιπλέον, ο χώρος μου βρίσκεται σε όροφο, δεν έχω μαγαζί-περατζάδα, επομένως στην περίπτωσή μου ισχύει το word-of-mouth. Με αυτά τα δεδομένα, έπρεπε να φτιάξω το πελατολόγιό μου και να με εμπιστευτεί ο κόσμος. Σταδιακά έγινε αυτό. Έτσι ο τρίτος χρόνος ήταν καλός και φέτος η χρονιά πάει καλά και είμαι ικανοποιημένος.

-Σε μια τέχνη όπως η δική σου, το μεγάλωμα της δουλειάς μήπως απειλεί την ποιότητα;

Είναι μια ερώτηση που την κάνω κι εγώ στον εαυτό μου, γιατί η ποσότητα που μεγαλώνει συνήθως ρίχνει την ποιότητα. Υπάρχει όμως μια χρυσή εξίσωση, όπως λέω, μια αναλογία. Γνωρίζοντας πόσα παπούτσια μπορείς να κάνεις με την ποιότητα που έχεις διασφαλίσει και χωρίς καθόλου να την ρίξεις, αν θέλεις να αυξήσεις την ποσότητα, πρέπει να πάρεις κοντά σου έναν τεχνίτη. Όμως εγώ δεν εμπιστεύομαι για τη δουλειά μου εννοείται τους βιοτεχνικούς μάστορες.

-Και πού θα βρεις τον τεχνίτη σου;

Θα πρέπει να πάρω ένα βοηθό που θα του αρέσει η δουλειά και να τον εκπαιδεύσω. Το παπούτσι είναι βαριά κατασκευή η οποία έχει πολλά στάδια. Έτσι η πιο πιθανή εξέλιξη είναι να ανεβάσω λίγο την παραγωγή, λίγο την τιμή και τον χρόνο παράδοσης. Και αυτό δεν είναι παράλογο: στην Αγγλία υπάρχουν οίκοι που θέλουν τρεις μήνες χρόνο παράδοσης. Βεβαίως μιλάμε για περιπτώσεις κατασκευαστών που υπάρχουν εδώ και τρεις γενιές με πελάτες τον Πρίγκηπα Κάρολο για παράδειγμα.

-Μιας και ασχολείσαι με το θέμα πολυτέλεια, τι σημαίνει για σένα η λέξη αυτή;

Σημαίνει τον ελεύθερο χρόνο, να κάνω αυτά που μου αρέσουν. Σημαίνει επίσης και το καλό φαγητό. Γενικά δίνω σημασία στη λεπτομέρεια και το ψάχνω, ίσως γι’ αυτό διάλεξα αυτή τη δουλειά η οποία με αντιπροσωπεύει. Άλλωστε σκοπός μου δεν είναι πρωτίστως το κέρδος.

-Γιατί ασχολείσαι μόνο με το ανδρικό παπούτσι;

Ο άνδρας αγοράζει με άλλα κριτήρια, ενώ η γυναίκα επηρεάζεται έντονα από τη μόδα. Επίσης το γυναικείο παπούτσι δεν είναι –δεν γίνεται να είναι!- χειροποίητο. Οι σόλες και το τακούνι, για παράδειγμα, είναι χυτά. Επιπλέον, ο άνδρας αγοράζει ένα ζευγάρι και το κρατάει, ενώ η γυναίκα αλλάζει συνεχώς σχέδια.

-Ποια είναι η πιο δύσκολη στιγμή στη δημιουργία ενός χειροποίητου παπουτσιού;

Όλες οι φάσεις είναι κρίσιμες. Μπορεί να γίνει ένα λάθος και να σου χαλάσει όλη τη δουλειά. Όλα λοιπόν έχουν τη δυσκολία και απαιτούν τη δική τους τεχνική.

-Πώς μπορεί να αντέξει το χειροποίητο αντικείμενο, ειδικά το παπούτσι, στη μαζικότητα που είναι κυρίαρχη σαν καταναλωτική τάση;

Το χειροποίητο παπούτσι έχει τα δικά του πλεονεκτήματα: είναι πιο μαλακό, πιο άνετο, επισκευάζεται και είναι φτιαγμένο στα μέτρα εκείνου που το παρήγγειλε. Είναι brandαπό μόνο του. Και είναι μια φιλοσοφία ζωής που ξεφεύγει από τη μάρκα, την οποία την προτιμούν όσοι θέλουν να φανούν.

-Έχεις διώξει ποτέ πελάτη;

Πολλές φορές και πάντα με ευγενικό τρόπο, γιατί πολύ απλά βλέπω ότι δεν ταιριάζουμε. Κι αυτό γιατί πρέπει να υπάρχει μια χημεία μεταξύ δημιουργού και πελάτη. Έχω πει επίσης «όχι», γιατί δεν δέχομαι να έρθει κάποιος εδώ και να μου ζητήσει να κάνω μια αντιγραφή -  και φθηνότερα μάλιστα. Είναι άλλο να μου πει κάποιος ότι το τάδε παπούτσι τον βόλεψε και να μου ζητήσει να του το φτιάξω. Ονειρεύομαι λοιπόν κάποια στιγμή να έχω ένα πελατολόγιο που θα ξέρω τους πελάτες μου με τα μικρά τους ονόματα.

-Οι Έλληνες άνδρες έχουν στυλ;

Το 80% όχι, όμως υπάρχει ένα 20% που έχει στυλ εφάμιλλο του εξωτερικού. Όμως ο μέσος άνδρας δεν βάζει το προσωπικό του ύφος στην εμφάνισή του. Δεν βάζει την προσωπική του πινελιά αντίθετα κοιτάζει τι έχει η βιτρίνα. Παλιότερα οι άνδρες, επειδή ράβονταν, είχαν προσωπικό ύφος. Εμένα προσωπικά δεν μου ταιριάζει το casualστυλ που είναι για όλες τις ώρες και έχει κυριαρχήσει σαν φιλοσοφία ζωής, γιατί είναι μια μάζα. Αντίθετα, όταν ντύνεσαι ωραία, δείχνεις σεβασμό στον άλλο και γενικά πρέπει να επιλέγεις την εμφάνισή σου ανάλογα με την περίσταση, δεν μπορεί να τα ισοπεδώνουμε όλα.

-Πόσο είσαι ο εαυτός σου στη δουλειά;

Δεν είμαι δημοσιοσχετίστας. Είμαι ειλικρινής και στη δουλειά και στην προσωπική μου ζωή. Επίσης εμμένω στη λεπτομέρεια και την ποιότητα.

-Μόδα ή στυλ λοιπόν; Αν και νομίζω ότι ξέρω την απάντηση.

Είναι άλλο πράγμα η μόδα στο κλασικό κοστούμι και αυτό είναι κάτι που το παρακολουθώ. Αντίθετα δεν με ενδιαφέρει η μόδα που αλλάζει κάθε σεζόν, αυτή που φέρνει τα πάνω-κάτω. Και μην ξεχνάμε, ένα κλασικό κοστούμι το προσαρμόζεις. Δεν
Σχόλια Χρηστών

Συνδεθείτε ή Εγγραφείτε για να συμμετάσχετε στη συζήτηση