Τα όμορφα κρασιά της Δράμας (μέρος 1ον)

09 Ιουλίου 2015
Ντίνος Στεργίδης
Στις αρχές Ιουνίου οργανώθηκε για 2η φορά η εκδήλωση «ΔραμΟινογνωσία» με τη συμμετοχή των οινοποιείων της Δράμας. Το FnL ήταν εκεί.


Στις αρχές της δεκαετίας του ’90 τα κρασιά της Δράμας μπήκαν με πάταγο στην ελληνική οινική σκηνή: φρέσκα, φρουτώδη και αρωματικά, ανήκαν, ειδικά τα λευκά, σε μία σχολή οινοποίησης που δεν ήταν ακόμα ο κανόνας στην Ελλάδα. Ξεχώρισαν γρήγορα και γρήγορα έγιναν αγαπητά. Σύντομα άρχισαν να εντυπωσιάζουν και τα άλλα δύο χρώματα, τα ροζέ και τα ερυθρά, με την ωριμότητα, την καθαρότητα και τη σαφήνεια των γεύσεών τους. Κρασιά μοντέρνα και διαφορετικά, κέρδισαν καρδιές και πορτοφόλια. Φυσικό επακόλουθο ήταν τα κρασιά της Δράμας να αποκτήσουν δεσπόζουσα θέση στις «wine list» όλης της χώρας.

Ωστόσο, το μεγάλο τους ατού έμελλε να αποδειχθεί και η αχίλλειος πτέρνα τους: οι διεθνείς ποικιλίες που τα συνθέτουν (σοβινιόν μπλαν, σαρντονέ, μερλό, καμπερνέ σοβινιόν, κ.ά...), που φυτεύτηκαν αθρόα σε όλη την περιοχή, ξαφνικά έπαψαν να είναι της μόδας. Το επάνω επικοικωνιακό χέρι κέρδισαν οι «γηγενείς ποικιλίες» της Ελλάδας. Η αρχή έγινε με τους ξένους επαγγελματίες του κρασιού (δημοσιογράφοι, οινοχόοι, εισαγωγείς), οι οποίοι στα ταξίδια τους εδώ κατέληγαν όλοι με μία παραίνεση: δουλέψτε τις ελληνικές ποικιλίες και όχι τις ξένες. Ακολούθησε το στρατηγικό σχέδιο για το ελληνικό κρασί που έδωσε και επίσημα δευτερεύοντα ρόλο στις διεθνείς ποικιλίες, ενώ το άνοιγμα των εξαγωγών τα τελευταία πέντε χρόνια επιβεβαίωσε την τάση: τα ελληνικά κρασιά από ξένες ποικιλίες είναι ανεπιθύμητα (ή, τουλάχιστον, έτσι λένε οι «ειδικοί», γιατί οι καταναλωτές καμιά φορά άλλα λένε). Προτού παρεξηγηθώ θέλω να παραπέμψω σε παλαιότερο άρθρο μου στο FnL, εδώ, όπου υποστηρίζω ότι είναι εντελώς παράλογο να θέλουν κάποιοι να μας περιορίσουν σε μία συγκεκριμένη ποικιλιακή σύνθεση βάσει ενός κακώς εννοούμενου ρομαντισμού, όταν η χώρα μας διαθέτει προφανώς τα εχέγγυα να παράξει πολύ καλά κρασιά από διάφορες ποικιλίες. Γιατί, τέλος πάντων, να μην μπορούμε να βγάλουμε και εμείς σπουδαία καμπερνέ, μερλό και σιρά, αν μπορούμε, παράλληλα με εκείνα από τις αυτόχθονες ποικιλίες μας;

Σε πρόσφατο ταξίδι μου στην περιοχή της Δράμας, επ’ ευκαιρία της τοπικής εκδήλωσης «ΔραμΟινογνωσία», διαπίστωσα μία αμηχανία μεταξύ των οινοπαραγωγών σε ό,τι αφορά το θέμα των ξένων ποικιλιών. Στα έξι πιο σημαντικά οινοποιεία της περιοχής η στάση των οινοποιών που μάς υποδέχθηκαν ήταν σε κάποιο βαθμό απολογητική σε ό,τι αφορά την ευρεία χρήση ξένων ποικιλιών στα κρασιά τους. Παράλληλα έσπευδαν να μας πληροφορήσουν πως έχουν προχωρήσει σε νέες φυτεύσεις με ποικιλίες ελληνικές όπως το ασύρτικο, το αγιωργίτικο, τη μαλαγουζιά και το μαυροτράγανο... Επίσης, τουλάχιστον δύο εξ αυτών μάς εκμυστηριεύτηκαν την ανησυχία τους ότι τα κρασιά της περιοχής έχουν χάσει τις πρωταγωνιστικές τους θέσεις στις λίστες κρασιών των καλών εστιατορίων.

Σε μία χώρα όπου το φαινόμενο της μόδας είναι πολύ έντονο στο κρασί και όπου όλοι οι οινοποιοί επενδύουν καταρχάς στο δικό τους εμπορικό σήμα, μία υποχώρηση των δραμινών κρασιών από τις ηγετικές θέσεις που κατείχαν τόσα χρόνια στην αγορά ήταν αναμενόμενη. Άδικη ίσως, αλλά όχι απαραίτητα μη αναστρέψιμη.

Η Δράμα φιλοξενεί μερικά από τα ομορφότερα, πιο εντυπωσιακά και πιο άρτια εξοπλισμένα οινοποιεία της χώρας. Πουθενά αλλού δεν θα δεις τόσο ανοξείδωτο ατσάλι και τόσα πολλά υπερσύγχρονα πιεστήρια και άλλα μηχανήματα οινοποιίας, μερικά εξαιρετικά περίεργα! Τα κρασιά της Δράμας είναι σε ένα συγκλονιστικό ποσοστό που υπερβαίνει το 90% αψεγάδιαστα οινολογικά ενώ είναι πασιφανές και στον πλέον αδαή πως οι αχανείς εκτάσεις της περιοχής μπορούν να φιλοξενήσουν χιλιάδες στρέμματα αμπελώνων με εξαιρετικά αποτελέσματα. Η Δράμα (με την Καβάλα με την οποία μοιράζονται το ίδιο στιλ κρασιών) μπορεί να είναι για την Ελλάδα ό,τι είναι η Νότια Γαλλία στη Γαλλία...


Η περιοχή έχει αποδείξει περίτρανα (και θα επιστρέψω στο επόμενο σημείωμά μου με λεπτομέρειες) πως έχει την ικανότητα να παράγει σπουδαία κρασιά από τις πιο ευγενείς διεθνείς ποικιλίες, όπως το σοβινιόν μπλαν, σαρντινέ, το μερλό και το καμπερνέ σοβινιόν ―για να αναφερθώ στις πιο γνωστές. Αντιθέτως, τα πειράματα που έχουν γίνει με ελληνικές ποικιλίες (με την εξαίρεση του ασύρτικου) δεν έχουν δώσει, τουλάχιστον μέχρι σήμερα, ιδιαίτερα ικανοποιητικά αποτελέσματα και αυτό ισχύει, θα έλεγα, ειδικά για το αγιωργίτικο στο οποίο πολλοί πιστεύουν. Επίσης, βλέπουμε να φυτεύονται ακόμα νέες και άγνωστες στην υπόλοιπη Ελλάδα ξένες ποικιλίες με ιδιαίτερα καλά αποτελέσματα (όχι πάντοτε!).

Εκτιμώ πως η περιοχή της Δράμας (και πιθανόν της όμορης Καβάλας) θα έπρεπε να διεκδικήσουν τον τίτλο του υπ’ αριθμόν 1 πειραματικού αμπελώνα της χώρας, της συναρπαστικής περιοχής όπου πάντα κάτι καινούργιο συμβαίνει σε κρασιά και σε φυτεύσεις. Να μην επενδύσουν προς το παρόν στην έννοια του τερουάρ και ταυτόχρονα οι παραγωγοί της να συμφωνήσουν σε ορισμένα χαρμάνια και ποικιλιακές συνθέσεις, όπως το πολύ επιτυχημένο σοβινιόν-ασύρτικο, και να τα παράγουν όλοι ώστε να δημιουργηθεί μία κριτική μάζα κρασιών που θα εκπροσωπούν την περιοχή ως περιοχή. Πάνω απ’ όλα, οι οινοποιοί της δεν πρέπει να ντρέπονται για τα επιτεύγματά τους γιατί μερικά από τα κρασιά που δοκίμασα, καίτοι από «ξενικές» όπως τις αποκαλούν μερικοί ποικιλίες, ήταν από τα ωραιότερα κρασιά της χώρας. 


* Η φωτό παρουσίασης του άρθρου είναι από το Κτήμα Κώστα Λαζαρίδη, όπως και οι δεξαμενές, ενώ η φωτογραφία στην αρχή του άρθρου είναι από το Chateau Nico Lazaridi

Σχόλια Χρηστών

Συνδεθείτε ή Εγγραφείτε για να συμμετάσχετε στη συζήτηση