Γιατί το καλύτερο κρασί στον κόσμο δεν υπάρχει

02 Μαΐου 2012
Ντίνος Στεργίδης

Εννέα φορές στις δέκα η πρώτη ερώτηση που μου κάνει όποιος μαθαίνει τι δουλειά κάνω, είναι: «και ποιο είναι το καλύτερο ελληνικό κρασί;». Την απάντηση στο ρητορικό, για εμένα, αυτό ερώτημα, έδωσα σε ένα άρθρο που έγραψα για τον «Οίνεα» τον Μάιο του 1999 και που αναδημοσιεύω (με μικρές περικοπές) παρακάτω.

Είμαι ευγνώμων απέναντι στους Γάλλους που μου έμαθαν να εκτιμώ όλα τα κρασιά, μικρά και μεγάλα. Ίσως αυτό να φαντάζει αυτονόητο αλλά, πιστέψτε με, δεν είναι. Η καταναλωτική κουλτούρα με το ισχύον δόγμα της «καλύτερης σχέσης ποιότητας/τιμής» έχει δημιουργήσει μια γενιά οινόφιλων… δραχμοφονιάδων που αναζητούν επί μονίμου βάσεως την επιβράβευση των επιλογών τους και διακατέχονται από υπέρτατη καχυποψία απέναντι στο μη-καθιερωμένο. Στόχος τους είναι το «καλύτερο» κρασί στην πιο χαμηλή τιμή.

Σύμφωνα με την άποψη αυτή, σε έναν ιδανικό κόσμο, όλα τα κρασιά θα ήταν τέλεια, της κλάσης ίσως ενός Σατό Μαργκό ή ενός Ρομανέ Κοντί. Μέτρια και, ακόμα περισσότερο, κακά κρασιά, δεν θα υπήρχαν. Δεν μπορεί το Λανγκετόκ Ρουσιγιόν (ή η Σαντορίνη) να παράγουν κρασιά της αποδοχής μας; Ας εξαφανιστούν, σκασίλα μας! Έτσι σκέφτονται πολλοί καταναλωτές μη οινοπαραγωγικών χωρών, χωρίς να λαμβάνουν υπ’ όψιν τους τα πολιτισμικά και άλλα δεδομένα που περιβάλλουν το κρασί. Το καλύτερο ίσως παράδειγμα αυτού του «οινικού ρατσισμού» είναι η ρετσίνα, που στην Αγγλία θεωρείται από τους ειδικούς και ιδιαίτερα τους δημοσιογράφους, απόβλητο της οινικής κοινωνίας κι ας την προτιμούν πολλοί βρετανοί τουρίστες που επισκέπτονται τη χώρα μας. Διότι η σύγχρονη καταναλωτική κουλτούρα αντιμετωπίζει το κρασί απλώς ως μια «γεύση». Ευχάριστη ή δυσάρεστη, «καλή» ή «κακή», αλλά τίποτε περισσότερο. Πρωταγωνιστικό ρόλο στην κατάσταση αυτή έχουν παίξει και τα βρετανικά σούπερ μάρκετ, οι αγοραστές οίνου των οποίων, συχνά επεμβαίνουν εκβιαστικά σε βασικές επιλογές οινοπαραγωγών με το επιχείρημα πως «εάν δεν το κάνεις όπως το θέλουμε, δεν θα το αγοράσουμε».

Το αποτέλεσμα είναι διπλό:

1ον, είναι προφανής η τάση προς την παγκόσμια ομογενοποίηση των γεύσεων, που μεταφράζεται σε χαμηλότερες οξύτητες, υπολειμματικά σάκχαρα, καταδυναστευτικά αρώματα βαρελιού, στρογγυλοποιημένες ταννίνες, επαναλαμβανόμενα αρώματα τροπικών φρούτων και, πάνω απ’ όλα, απόρριψη του διαφορετικού.

2ον, περιορίζοντας το κρασί στην παράμετρο «γεύση» καθίσταται πιο εύκολη η απόρριψή του όταν η γεύση αυτή κουράσει. Είναι το πρόβλημα με τα δύσμοιρα σαρντονέ που κατακρίνονται από οινοποιούς της πολυθρόνας πως είναι όλα ίδια. Το ίδιο πρόλημα αντιμετώπισαν οι μεγάλες ελληνικές οινοβιομηχανίες που επέλεξαν από το 1960 μέχρι πρόσφατα να επενδύσουν σε μάρκες και όχι σε γεωγραφικές ενδείξεις καταγωγής.

Η Γαλλία είναι η χώρα με την πιο αναπτυγμένη οινική συνείδηση. Συχνά οι άγγλοι δημοσιογράφοι οίνου αρέσκονται να σατιρίζουν το γεγονός ότι ο μέσος Γάλλος δεν έχει γνώσεις για το κρασί, σε αντίθεση φυσικά με τον Εγγλέζο που γνωρίζει απ’ έξω κι ανακατωτά τις 400 ονομασίες προέλευσης της Γαλλίας*. Πράγματι οι περισσότεροι Γάλλοι δεν πολυασχολούνται με τα ενδότερα του κόσμου του κρασιού. Όμως, αυτό δεν σημαίνει πως δεν πίνουν κρασί, παραμένουν μάλιστα οι πρωταθλητές της παγκόσμιας κατανάλωσης με πάνω από 60 λίτρα το άτομο ετησίως. Η ειδοποιός, όμως, διαφορά είναι αλλού. Για τους Γάλλους το κρασί είναι βίωμα· για τους Εγγλέζους, αναπαράσταση**. Tι κι αν δεν γνωρίζει ο μέσος Γάλλος την κατάταξη του 1855; Στη Γαλλία το κρασί αποτελεί μέρος της καθημερινότητας με έναν τρόπο που είναι εντελώς άγνωστος στην Αγγλία (και σχεδόν παντού αλλού, με εξαίρεση κάποιες άλλες χώρες της Ευρώπης, ανάμεσα στις οποίες δεν συγκαταλέγεται η Ελλάδα).

Στη Γαλλία, από παλιά, το κρασί ήταν τρόφιμο και όχι πολυτέλεια. Η κατανάλωση καθημερινή και όχι περιστασιακή. Έτσι μπόρεσε να αναπτυχθεί στον εκπληκτικό βαθμό που αναπτύχθηκε, ο γαλλικός αμπελώνας, με τις χιλιάδες αμπελοοινικές εκμεταλλεύσεις και τα εκατοντάδες διαφορετικά είδη κρασιών του.

Μέσα από αυτό το πλέγμα πραγμάτων, που περιλαμβάνει ιστορικά, κονωνικά, γεωγραφικά, τεχνικά και άλλα στοιχεία, μπόρεσαν να δημιουργηθούν τα μεγάλα κρασιά και όχι με «παρθενογενέσεις» από την οικονομική βούληση κάποιων ταλαντούχων οινοποιών. Για να υπάρχει ποιοτική πυραμίδα, δίπλα στα εξαιρετικά κρασιά πρέπει να υπάρχουν και τα λιγότερο καλά και, ναι, ακόμα και τα κακά.

Μα, θα πείτε, εγώ θέλω να επιλέγω μόνο από την κορυφή της πυραμίδας. Υπάρχουν άνθρωποι που το κάνουν. Στερούν όμως στον εαυτό τους όλη τη χαρά της γευστικής εξερεύνησης που προσφέρει το κρασί. Διότι άλλο να ακολουθείς τυφλά τις υποδείξεις των γκουρού και άλλο να είσαι και εσύ παίκτης στο παιχνίδι της γευσιγνωσίας. Έπειτα, η κορυφή της πυραμίδας είναι κάτι το εντελώς σχετικό. Υπάρχει, λόγου χάριν, ένα κρασί στις ακτές του Ατλαντικού που σε «τυφλή γευστική δοκιμή» σίγουρα θα έβγαινε ανάμεσα στους ουραγούς. Το Gros Plant du Pays Nantais είναι πάμφηνο, παράγεται σε τεράστιες ποσότητες και συχνά είναι άγουρο και ξινό. Οι Γάλλοι, όμως, δεν το πίνουν σε τυφλές γευστικές δοκιμές! Το πίνουν με τα στρείδια και τα άλλα (φανταστικά) θαλασσινά της περιοχής, πνιγμένα στο ιώδιο της θάλασσας, και με αυτά ταιριάζει στην εντέλεια. Ασφαλώς θα ταίριαζαν και άλλα κρασιά, μερικά καλύτερα. Αλλά οι άνθρωποι αυτά παράγουν, άλλα θα πιουν;

Παράδειγμα 2ο: στην κεντρική Γαλλία υπάρχει μια μικρή ονομασία προέλευσης που λέγεται Jasnières. Τη δημιούργησαν οι Κιστερκιανοί μοναχοί τον Μεσαίωνα και, σήμερα, είναι δεν είναι 6.000 στρέμματα φυτεμένα με την ποικιλία chenin blanc. Τα κρασιά Ζανιέρ διαθέτουν μια πρωτόγνωρη διαπεραστική οξύτητα που, σε τυφλή γευστική δοκιμή, οι περισσότεροι γευσιγνώστες θα θεωρούσαν απαράδεκτη. Οι παραγωγοί θα μπορούσαν να «διορθώσουν» την οξύτητα αυτή κάνοντας τα προϊόντα τους πιο εμπορικά. Όμως δεν το κάνουν. Επιμένουν και οι οινόφιλοι τους ανταμείβουν και τους εαυτούς τους μαζί, αγοράζοντας, παλαιώνοντας και απολαμβάνοντας εκπληκτικά κρασιά που αγόρασαν σε αστείες τιμές.

Η έννοια, λοιπόν, του «καλύτερου κρασιού» είναι πάνω απ’ όλα θεωρητική και βασίζεται σε ένα οικοδόμημα παραμέτρων που καθορίζουν κάθε κρασί. Ας διαλέξει ο καθένας τις παραμέτρους του για νάχει το καλύτερο για εκείνον κρασί και όσοι από άγνοια αδυνατούν να θέσουν παραμέτρους, δεν έχουν παρά να αγοράσουν το πιο ακριβό κρασί, σίγουροι στην ολβιότητα της ευπορίας τους πως δεν έκαναν «λάθος» αφού, όπως ξέρουμε όλοι, «το πιο ακριβό είναι πάντα και το καλύτερο».

 

*400 ελεγχόμενης ονομασίας προέλευσης στη Γαλλία το 1991, 460 σήμερα.

** Ρησπέκτ, GD!

Σχόλια Χρηστών

Συνδεθείτε ή Εγγραφείτε για να συμμετάσχετε στη συζήτηση

ANTONIS VAGIANOS - 08 Μαΐου 2012

Πόσο συμφωνώ μαζί σας! Χωρίς να γνωρίζω τα μαύρα πρόβατα του οινικού κόσμου στα οποία αναφέρεστε, ακριβώς τα ίδια συναισθήματα μου ξυπνάνε κάτι ωραίοι κρητικοί μαρουβάδες ή κάτι αντίστοιχα Κυκλαδίτικα (you know what i mean) "ροζέ". Ναι δε θα τα πιεις με ψάρια, αλλά π.χ. καλοκαίρι δροσερά με κρέας ή άλλο λιπαρό φαΐ είναι χάρμα.